σκάλαυθρον: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skalafthron
|Transliteration C=skalafthron
|Beta Code=ska/lauqron
|Beta Code=ska/lauqron
|Definition=τό, [[oven-rake]], gloss on [[σπαύλαθρον]], Hsch.; on [[σπάλαυθρον]], Phot.; cf. [[σκάλευθρον]], [[σπάλαθρον]].
|Definition=τό, [[oven-rake]], gloss on [[σπαύλαθρον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; on [[σπάλαυθρον]], Phot.; cf. [[σκάλευθρον]], [[σπάλαθρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η [[φωτιά]], το [[σκάλεθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. [[σκάλευθρον]] και [[σπάλαθρον]].
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η [[φωτιά]], το [[σκάλεθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. [[σκάλευθρον]] και [[σπάλαθρον]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[σκάλευθρον]].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλαυθρον Medium diacritics: σκάλαυθρον Low diacritics: σκάλαυθρον Capitals: ΣΚΑΛΑΥΘΡΟΝ
Transliteration A: skálauthron Transliteration B: skalauthron Transliteration C: skalafthron Beta Code: ska/lauqron

English (LSJ)

τό, oven-rake, gloss on σπαύλαθρον, Hsch.; on σπάλαυθρον, Phot.; cf. σκάλευθρον, σπάλαθρον.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλαυθρον: καὶ σπάλαυθρον [ᾰ], τό, ὄργανον δι’ οὗ σκαλεύται ἢ ἀναδαυλίζεται τὸ πῦρ, Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ Πολυδ. Ι΄, 113 ἔχει σπάλαθρον, καὶ ἐν Ζ΄, 22 σκάλευθρον· - οἱ δόκιμοι τύποι φαίνεται ὅτι εἶναι σκάλευθρον, σπάλαθρον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η φωτιά, το σκάλεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκάλευθρον και σπάλαθρον.

German (Pape)

s. σκάλευθρον.