ὀνειροπολικός: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oneiropolikos | |Transliteration C=oneiropolikos | ||
|Beta Code=o)neiropoliko/s | |Beta Code=o)neiropoliko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀνειροπολική, ὀνειροπολικόν, of or for [[dreaming]] : τὸ [[ὀνειροπολικόν]] the [[art]] of [[interpreting]] [[dream]]s, Placit.5.1.1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'interprétation des songes ; τὸ ὀνειροπολικόν l'art | |btext=ή, όν :<br />qui concerne l'interprétation des songes ; τὸ ὀνειροπολικόν l'art d'interpréter les songes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνειροπόλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀνειροπολική, ὀνειροπολικόν, of or for dreaming : τὸ ὀνειροπολικόν the art of interpreting dreams, Placit.5.1.1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l'interprétation des songes ; τὸ ὀνειροπολικόν l'art d'interpréter les songes.
Étymologie: ὀνειροπόλος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειροπολικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὀνειροπόλησιν τὸ ὀνειροπολικόν, ἡ τέχνη τοῦ ἑρμηνεύειν ὀνείρους, Πλουτ. 2. 904D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀνειροπολικός, -ή, -όν) ονειροπόλος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ονειροπόληση ή αυτός που αρμόζει στην ονειροπόληση
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀνειροπολικόν
η τέχνη της πρόβλεψης τών μελλούμενων με την ερμηνεία τών ονείρων.