λειοκόνιτος: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leiokonitos
|Transliteration C=leiokonitos
|Beta Code=leioko/nitos
|Beta Code=leioko/nitos
|Definition=<b class="b3">ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως</b>, Hsch.; cf.[[λεωκόνιτος]].
|Definition=ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[λεωκόνιτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειοκόνιτος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[τελείως]] ὡς [[κόνις]] διαλελυμένη, [[λείως]] γὰρ [[τελείως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόνιτος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[κόνις]]), [[πρβλ]]. <i>λεω</i>-<i>κόνιτος</i>].
|mltxt=[[λειοκόνιτος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[τελείως]] ὡς [[κόνις]] διαλελυμένη, [[λείως]] γὰρ [[τελείως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόνιτος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[κόνις]]), [[πρβλ]]. [[λεωκόνιτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειοκόνιτος Medium diacritics: λειοκόνιτος Low diacritics: λειοκόνιτος Capitals: ΛΕΙΟΚΟΝΙΤΟΣ
Transliteration A: leiokónitos Transliteration B: leiokonitos Transliteration C: leiokonitos Beta Code: leioko/nitos

English (LSJ)

ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως, Hsch.; cf. λεωκόνιτος.

Greek (Liddell-Scott)

λειοκόνιτος: «ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη· λείως γὰρ τελείως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λειοκόνιτος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κόνιτος(< κόνις), πρβλ. λεωκόνιτος].