ὑλομανής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ylomanis
|Transliteration C=ylomanis
|Beta Code=u(lomanh/s
|Beta Code=u(lomanh/s
|Definition=ές, (μαίνομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mad after the woods</b>, Hsch. (<b class="b3">-μανείς</b> cod.).</span>
|Definition=ὑλομανές, ([[μαίνομαι]]) [[mad after the woods]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (-μανείς cod.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλομᾰνής''': -ές, ([[μαίνομαι]]) ὁ ταῖς ὕλαις χαίρων, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰ δάση, Ἡσύχ. πρβλ. [[φυλλομανέω]].
|lstext='''ὑλομᾰνής''': -ές, ([[μαίνομαι]]) ὁ ταῖς ὕλαις χαίρων, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰ δάση, Ἡσύχ. πρβλ. [[φυλλομανέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τα δάση<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που βγάζει πολλούς βλαστούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[οἰνομανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλομᾰνής Medium diacritics: ὑλομανής Low diacritics: υλομανής Capitals: ΥΛΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: hylomanḗs Transliteration B: hylomanēs Transliteration C: ylomanis Beta Code: u(lomanh/s

English (LSJ)

ὑλομανές, (μαίνομαι) mad after the woods, Hsch. (-μανείς cod.).

German (Pape)

[Seite 1177] ές, 1) in Wälder verliebt, gew. in Wäldern lebend. – 2) von Bäumen oder vom Weinstock, zu sehr ins Holz treibend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλομᾰνής: -ές, (μαίνομαι) ὁ ταῖς ὕλαις χαίρων, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰ δάση, Ἡσύχ. πρβλ. φυλλομανέω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τα δάση
2. (για φυτό) αυτός που βγάζει πολλούς βλαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. οἰνομανής].