κατάντλησις: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katantlisis
|Transliteration C=katantlisis
|Beta Code=kata/ntlhsis
|Beta Code=kata/ntlhsis
|Definition=εως, ἡ, = foreg., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Medic.</span>3</span>, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.9.23.1</span>, Gal.10.237.
|Definition=-εως, ἡ, = [[κατάντλημα]] ([[douche]]), Hp. ''Medic.'' 3, Antyll. ap. Orib. 9.23.1, Gal. 10.237.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάντλησις''': εως (καὶ [[ἐπάντλησις]]), ἡ, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, τὸ καταντλεῖν, καταβρέχειν, λουτρὰ καὶ καταντλήσεις καὶ ἐμβροχαὶ Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 101, 23.
|lstext='''κατάντλησις''': εως (καὶ [[ἐπάντλησις]]), ἡ, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, τὸ καταντλεῖν, καταβρέχειν, λουτρὰ καὶ καταντλήσεις καὶ ἐμβροχαὶ Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 101, 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάντλησις]], ἡ (Α) [[καταντλώ]]<br />η [[επίχυση]] άφθονου ύδατος.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάντλησις -εως, ἡ [καταντλέω] stortbad. Hp.
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάντλησις Medium diacritics: κατάντλησις Low diacritics: κατάντλησις Capitals: ΚΑΤΑΝΤΛΗΣΙΣ
Transliteration A: katántlēsis Transliteration B: katantlēsis Transliteration C: katantlisis Beta Code: kata/ntlhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, = κατάντλημα (douche), Hp. Medic. 3, Antyll. ap. Orib. 9.23.1, Gal. 10.237.

German (Pape)

[Seite 1366] ἡ, das Daraufschütten, bes. einer warmen Flüssigkeit, das Bähen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κατάντλησις: εως (καὶ ἐπάντλησις), ἡ, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, τὸ καταντλεῖν, καταβρέχειν, λουτρὰ καὶ καταντλήσεις καὶ ἐμβροχαὶ Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 101, 23.

Greek Monolingual

κατάντλησις, ἡ (Α) καταντλώ
η επίχυση άφθονου ύδατος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάντλησις -εως, ἡ [καταντλέω] stortbad. Hp.