καμινευτικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kamineftikos | |Transliteration C=kamineftikos | ||
|Beta Code=kamineutiko/s | |Beta Code=kamineutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=καμινευτική, καμινευτικόν, of or for a [[furnace]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[κοδομήϊον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:22, 25 August 2023
English (LSJ)
καμινευτική, καμινευτικόν, of or for a furnace, Suid. s.v. κοδομήϊον.
German (Pape)
[Seite 1317] = καμινιαῖος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
καμῑνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α καμινευτικός, -ή, -όν) καμινεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμίνευση, αυτός που συντελεί στην τήξη τών μετάλλων.