πρυλεύσεις: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pryleyseis | |Transliteration C=pryleyseis | ||
|Beta Code=pruleu/seis | |Beta Code=pruleu/seis | ||
|Definition= | |Definition=ἐπὶ τῆς ἐκφορᾶς τῶν τελευτησάντων παρὰ τῷ ἱερεῖ, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπὶ τῆς ἐκφορᾱς τῶν τελευσάντων παρὰ τῷ ἱερεῖ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[πρυλέες]] και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>πρυλεύω</i>. Αξιοσημείωτη [[είναι]] η θρησκευτική σημ. της λ. παράλληλα [[προς]] την στρατιωτική σημ. του τ. [[πρυλέες]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπὶ τῆς ἐκφορᾶς τῶν τελευτησάντων παρὰ τῷ ἱερεῖ, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς ἐκφορᾱς τῶν τελευσάντων παρὰ τῷ ἱερεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. πρυλεύω. Αξιοσημείωτη είναι η θρησκευτική σημ. της λ. παράλληλα προς την στρατιωτική σημ. του τ. πρυλέες.