φιλιωτής: Difference between revisions
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filiotis | |Transliteration C=filiotis | ||
|Beta Code=filiwth/s | |Beta Code=filiwth/s | ||
|Definition= | |Definition=φιλιωτοῦ, ὁ, [[one who reconciles]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[διαλλακτής]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ διαλλάττων, συμφιλιώνων, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[διαλλακτής]]· φιλιωτικός, ή, όν, [[ἀναγνωστέον]] ἐν Θεολ. Ἀριθμ. σ. 5, σημ. ἐν σ. 160. | |lstext='''φῐλιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ διαλλάττων, συμφιλιώνων, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[διαλλακτής]]· φιλιωτικός, ή, όν, [[ἀναγνωστέον]] ἐν Θεολ. Ἀριθμ. σ. 5, σημ. ἐν σ. 160. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[φιλιώ]]<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[συμφιλιωτής]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:26, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλιωτοῦ, ὁ, one who reconciles, Suid. s.v. διαλλακτής.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, der Befreundende, Freundschaft Stiftende, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διαλλάττων, συμφιλιώνων, Σουΐδ. ἐν λέξ. διαλλακτής· φιλιωτικός, ή, όν, ἀναγνωστέον ἐν Θεολ. Ἀριθμ. σ. 5, σημ. ἐν σ. 160.
Greek Monolingual
ὁ, Α φιλιώ
(κατά το λεξ. Σούδα) συμφιλιωτής.