πεπιθεῖν: Difference between revisions
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεπῐθεῖν:''' Επικ. αναδιπλ. αορ. | |lsmtext='''πεπῐθεῖν:''' Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του [[πείθω]]· πεπίθοιμεν, -οῖεν, ευκτ. αʹ και γʹ πληθ.· [[πεπίθωμεν]], υποτ. αʹ πληθ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 25 August 2023
English (LSJ)
πεπι-θοῦσα, πεπί-θοιμεν, πεπί-θοιεν, πεπι-θήσω, πέπι-θμεν, v. πείθω.
German (Pape)
[Seite 560] aor. II. zu πείθω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. de πείθω.
Russian (Dvoretsky)
πεπιθεῖν: inf. aor. 2 к πείθω.
Greek (Liddell-Scott)
πεπῐθεῖν: -θοῦσα, -θοιμεν, -θοιεν, -θήσω, -θμεν, ἴδε ἐν λ. πείθω.
English (Autenrieth)
see πείθω.
Greek Monotonic
πεπῐθεῖν: Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του πείθω· πεπίθοιμεν, -οῖεν, ευκτ. αʹ και γʹ πληθ.· πεπίθωμεν, υποτ. αʹ πληθ.