πεπιθεῖν
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
πεπι-θοῦσα, πεπί-θοιμεν, πεπί-θοιεν, πεπι-θήσω, πέπι-θμεν, v. πείθω.
German (Pape)
[Seite 560] aor. II. zu πείθω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. de πείθω.
Russian (Dvoretsky)
πεπιθεῖν: inf. aor. 2 к πείθω.
Greek (Liddell-Scott)
πεπῐθεῖν: -θοῦσα, -θοιμεν, -θοιεν, -θήσω, -θμεν, ἴδε ἐν λ. πείθω.
English (Autenrieth)
see πείθω.
Greek Monotonic
πεπῐθεῖν: Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του πείθω· πεπίθοιμεν, -οῖεν, ευκτ. αʹ και γʹ πληθ.· πεπίθωμεν, υποτ. αʹ πληθ.