παρηγορητικός: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parigoritikos | |Transliteration C=parigoritikos | ||
|Beta Code=parhgorhtiko/s | |Beta Code=parhgorhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=παρηγορητική, παρηγορητικόν, = [[παρηγορικός]], Sch.ll.13.726. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] ή, όν, = [[παρηγορικός]], Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 628; vgl. Schol. Il. 13, 736. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] ή, όν, = [[παρηγορικός]], Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 628; vgl. Schol. Il. 13, 736. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρηγορητικός''': ἴδε ἐν λ. [[παρηγορικός]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[παρηγορητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παρηγορώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παρηγοριά]] ή αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να παρηγορεί, [[παραμυθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπραϋντικός]] («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρηγορικός]], [[ενθαρρυντικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:31, 25 August 2023
English (LSJ)
παρηγορητική, παρηγορητικόν, = παρηγορικός, Sch.ll.13.726.
German (Pape)
[Seite 520] ή, όν, = παρηγορικός, Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 628; vgl. Schol. Il. 13, 736.
Greek (Liddell-Scott)
παρηγορητικός: ἴδε ἐν λ. παρηγορικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρηγορητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παρηγορώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρηγοριά ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να παρηγορεί, παραμυθητικός
αρχ.
1. καταπραϋντικός («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», Γαλ.)
2. παρηγορικός, ενθαρρυντικός.