κισσώδης: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kissodis | |Transliteration C=kissodis | ||
|Beta Code=kissw/dhs | |Beta Code=kissw/dhs | ||
|Definition=ες, ( | |Definition=ες, ([[κίσσα]] II) [[longing like pregnant women]], Dsc.5.6.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ες, (κίσσα II) longing like pregnant women, Dsc.5.6.14.
German (Pape)
[Seite 1443] ες, = κισσοειδής, epheuartig. – Von κίσσα, mit krankhaftem Gelüst nach ungewöhnlichen Speisen behaftet, wie schwangere Frauen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κισσώδης: -ες, (εἶδος, κίσσα ΙΙ) πάσχων ἐκ σφοδρᾶς ἐπιθυμίας ἀσυνήθων καὶ ἀλλοκότων βρωμάτων, ἰδίως ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Διοσκ. 5. 12.
Greek Monolingual
(I)
κισσώδης, -ῶδες (Α) κίσσα (II)]
(ιδίως για έγκυο γυναίκα) αυτή που επιθυμεί ασυνήθιστα φαγητά.
(II)
κισσώδης, -ῶδες (Α) κισσός
πλεγμένος με κισσό, κισσόπλεκτος.