ὑπενδύτης: Difference between revisions
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypendytis | |Transliteration C=ypendytis | ||
|Beta Code=u(pendu/ths | |Beta Code=u(pendu/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=ὑπενδύτου, ὁ, = [[ὑπένδυμα]] ([[undergarment]]), Str. 15.3.19. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1187.png Seite 1187]] ὁ, = Vorigem, Strabo XV. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπενδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[ὑπένδυμα]], Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὑπενδύτης]], ΝΑ [[ὑπενδύω]]<br />εσωτερικό [[ένδυμα]], εσώρρουχο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γιλέκο]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> η [[επιδερμίδα]] που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπενδύτου, ὁ, = ὑπένδυμα (undergarment), Str. 15.3.19.
German (Pape)
[Seite 1187] ὁ, = Vorigem, Strabo XV.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπενδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = ὑπένδυμα, Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
Greek Monolingual
ο / ὑπενδύτης, ΝΑ ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα, εσώρρουχο
νεοελλ.
1. γιλέκο
2. βοτ. η επιδερμίδα που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις.