σκάμβυκες: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skamvykes
|Transliteration C=skamvykes
|Beta Code=ska/mbukes
|Beta Code=ska/mbukes
|Definition=<b class="b3">σκόλοπες, χάρακες</b>, Hsch.
|Definition=[[σκόλοπες]], [[χάρακες]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκόλοπες, χάρακες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το επίθ. [[σκαμβός]] με [[επίθημα]] -<i>υξ</i>, -<i>υκος</i> ([[πρβλ]]. [[κάλυξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάμβυκες Medium diacritics: σκάμβυκες Low diacritics: σκάμβυκες Capitals: ΣΚΑΜΒΥΚΕΣ
Transliteration A: skámbykes Transliteration B: skambykes Transliteration C: skamvykes Beta Code: ska/mbukes

English (LSJ)

σκόλοπες, χάρακες, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκόλοπες, χάρακες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το επίθ. σκαμβός με επίθημα -υξ, -υκος (πρβλ. κάλυξ)].