ἄπατος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apatos
|Transliteration C=apatos
|Beta Code=a)/patos
|Beta Code=a)/patos
|Definition=ον, (ἄτη) [[immune from punishment]], Leg.Gort.2.1, al.
|Definition=ἄπατον, ([[ἄτη]]) [[immune from punishment]], Leg.Gort.2.1, al.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπᾱτος Medium diacritics: ἄπατος Low diacritics: άπατος Capitals: ΑΠΑΤΟΣ
Transliteration A: ápatos Transliteration B: apatos Transliteration C: apatos Beta Code: a)/patos

English (LSJ)

ἄπατον, (ἄτη) immune from punishment, Leg.Gort.2.1, al.

Spanish (DGE)

-ον
de pers. inmune, que no puede ser castigado, ICr.4.72.2.1 (V a.C.), cf. 2.12.3.5 (Eleuterna V/IV a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄπατος: ὁ μὴ ὑπεύθυνος, ἀπηλλαγμένος πάσης εὐθύνης ἢ ἐνοχῆς [V], Νομοθεσία Γορτυν. Κρήτης ΙΙ1, IV17· Κομπαρ. 152V6, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (με μου, σου, του)
εγώ ο ίδιος, μόνος μου, ατός μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από φρ. όπως απ' αυτού, απ' αυτόν, απ' αυτής κ.λπ. > ονομ. απαυτός > απατός, με παρετυμολογία προς το ατός].

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. ο χωρίς πάτο, χωρίς πυθμένα
2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπατα τα πολύ βαθιά μέρη της θάλασσας
3. επίρρ. «πήγε άπατα» — βυθίστηκε, πνίγηκε.
(II)
ἄπατος, -ον (Α) άτη
αυτός που έχει απαλλαγεί από ευθύνη ή ενοχή.