διβαφής: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=divafis
|Transliteration C=divafis
|Beta Code=dibafh/s
|Beta Code=dibafh/s
|Definition=ές, = sq., Sm., Thd.<span class="title">Ex.</span>25.4.
|Definition=διβαφές, = [[δίβαφος]] ([[double-dyed]]), Sm., Thd. Ex. 25.4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές [[teñido dos veces]] Al.<i>Ex</i>.25.4.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διβαφής''': -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4).
|lstext='''διβαφής''': -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4).
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΝ) και [[δίβαφος]], -ο (Α -ος, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] δύο φορές [[βαμμένος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διβᾰφής Medium diacritics: διβαφής Low diacritics: διβαφής Capitals: ΔΙΒΑΦΗΣ
Transliteration A: dibaphḗs Transliteration B: dibaphēs Transliteration C: divafis Beta Code: dibafh/s

English (LSJ)

διβαφές, = δίβαφος (double-dyed), Sm., Thd. Ex. 25.4.

Spanish (DGE)

-ές teñido dos veces Al.Ex.25.4.

Greek (Liddell-Scott)

διβαφής: -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4).

Greek Monolingual

-ές (ΑΝ) και δίβαφος, -ο (Α -ος, -ον)
αυτός που είναι δύο φορές βαμμένος.