ἀκέαστος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(big3_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akeastos
|Transliteration C=akeastos
|Beta Code=a)ke/astos
|Beta Code=a)ke/astos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἄκλαστος]], Hsch.</span>
|Definition=ἀκέαστον, = [[ἄκλαστος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[indivisible]] Gr.Naz.M.37.404, Hsch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκέαστος''': -ον, ([[κεάζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «[[ἀκέαστος]], [[ἄκλαστος]]», Ἡσύχ.
|lstext='''ἀκέαστος''': -ον, ([[κεάζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «[[ἀκέαστος]], [[ἄκλαστος]]», Ἡσύχ.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον [[indivisible]] Gr.Naz.M.37.404, Hsch.
|mltxt=[[ἀκέαστος]], -ον (Α) [[κεάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο [[αδιαίρετος]]<br />«[[ἀκέαστος]] [[φύσις]]» <span style="color: red;"><</span> <b>Γρηγ. Ναζ.</b> IΙΙ, 404 Α, 414 Α).
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht zu [[spalten]], zu [[trennen]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέαστος Medium diacritics: ἀκέαστος Low diacritics: ακέαστος Capitals: ΑΚΕΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akéastos Transliteration B: akeastos Transliteration C: akeastos Beta Code: a)ke/astos

English (LSJ)

ἀκέαστον, = ἄκλαστος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον indivisible Gr.Naz.M.37.404, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέαστος: -ον, (κεάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «ἀκέαστος, ἄκλαστος», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀκέαστος, -ον (Α) κεάζω
αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο αδιαίρετος
«ἀκέαστος φύσις» < Γρηγ. Ναζ. IΙΙ, 404 Α, 414 Α).

German (Pape)

nicht zu spalten, zu trennen, Sp.