ῥοπτός: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(36) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=roptos | |Transliteration C=roptos | ||
|Beta Code=r(opto/s | |Beta Code=r(opto/s | ||
|Definition= | |Definition=ῥοπτή, ῥοπτόν, ([[ῥόφω]]) = [[ῥοφητός]], Hp. ap. Gal.19.136. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που χρησιμοποιείται ως [[ρόφημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του [[ῥοφητός]] ( | |mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που χρησιμοποιείται ως [[ρόφημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του [[ῥοφητός]] (> <i>ῥοφτός</i> > [[ῥοπτός]]), <b>βλ.</b> και λ. [[ῥόμμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥοπτή, ῥοπτόν, (ῥόφω) = ῥοφητός, Hp. ap. Gal.19.136.
German (Pape)
[Seite 849] adj. verb. zu ῥοφέω, geschlürft, zu schlürfen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥοφῶ, = ῥοφητός, «ῥοπτῶν, ῥοφημάτων, ἢ πάντων τῶν ὁπωσοῦν ῥοφουμένων» Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που χρησιμοποιείται ως ρόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥοφητός (> ῥοφτός > ῥοπτός), βλ. και λ. ῥόμμα.