ἐξασθενής: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
(big3_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksasthenis
|Transliteration C=eksasthenis
|Beta Code=e)casqenh/s
|Beta Code=e)casqenh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">financially weak</b>, PMasp.151.12 (vi A. D.).</span>
|Definition=ἐξασθενές, [[financially weak]], PMasp.151.12 (vi A. D.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[empobrecido]], [[depauperado]] ἐ. [[ἀπορία]] καὶ ἐλαχίστη ἡμῶν περιουσία <i>PMasp</i>.151.12 (VI d.C.).
|dgtxt=-ές<br />[[empobrecido]], [[depauperado]] ἐ. [[ἀπορία]] καὶ ἐλαχίστη ἡμῶν περιουσία <i>PMasp</i>.151.12 (VI d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐξασθενής]], -ές (Α) [[ασθενής]]<br />[[αδύνατος]] οικονομικά, περιουσιακά, [[άπορος]].<br /><b>(II)</b><br />-ές<br /><b>χημ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] ατόμου, ρίζας ή ιόντος που έχει [[σθένος]] έξι, εξατομικός<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξασθενή στοιχεία» — τα στοιχεία που ο [[αριθμός]] τών μονάδων τους εκφράζεται με τον αριθμό έξι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έξι</i> <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σθένος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξασθενής Medium diacritics: ἐξασθενής Low diacritics: εξασθενής Capitals: ΕΞΑΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: exasthenḗs Transliteration B: exasthenēs Transliteration C: eksasthenis Beta Code: e)casqenh/s

English (LSJ)

ἐξασθενές, financially weak, PMasp.151.12 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ές
empobrecido, depauperado ἐ. ἀπορία καὶ ἐλαχίστη ἡμῶν περιουσία PMasp.151.12 (VI d.C.).

Greek Monolingual

(I)
ἐξασθενής, -ές (Α) ασθενής
αδύνατος οικονομικά, περιουσιακά, άπορος.
(II)
-ές
χημ.
1. ονομασία ατόμου, ρίζας ή ιόντος που έχει σθένος έξι, εξατομικός
2. φρ. «εξασθενή στοιχεία» — τα στοιχεία που ο αριθμός τών μονάδων τους εκφράζεται με τον αριθμό έξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + -σθενής (< σθένος)].