σύνομβρος: Difference between revisions

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synomvros
|Transliteration C=synomvros
|Beta Code=su/nombros
|Beta Code=su/nombros
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[joined]] or [[mixed with rain]], EM407.31.</span>
|Definition=σύνομβρον, [[joined]] or [[mixed with rain]], EM407.31.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνομβρος''': -ον, συνωδευμένος [[μετὰ]] βροχῆς, σύνομβρον πνοήν, ἀνεμοζάλην μὲ βροχήν, Μέγ. Ἐτυμολ. 407, 31 ἐν λέξ. [[ζάλη]].
|lstext='''σύνομβρος''': -ον, συνωδευμένος μετὰ βροχῆς, σύνομβρον πνοήν, ἀνεμοζάλην μὲ βροχήν, Μέγ. Ἐτυμολ. 407, 31 ἐν λέξ. [[ζάλη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για άνεμο) αυτός που συνοδεύεται από πολλή [[βροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὄμορος</i> (Ι) «[[βροχή]], [[νεροποντή]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />(για άνεμο) αυτός που συνοδεύεται από πολλή [[βροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὄμορος</i> (Ι) «[[βροχή]], [[νεροποντή]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνομβρος Medium diacritics: σύνομβρος Low diacritics: σύνομβρος Capitals: ΣΥΝΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: sýnombros Transliteration B: synombros Transliteration C: synomvros Beta Code: su/nombros

English (LSJ)

σύνομβρον, joined or mixed with rain, EM407.31.

German (Pape)

[Seite 1030] mit Regen verbunden, E. M. 407, 31.

Greek (Liddell-Scott)

σύνομβρος: -ον, συνωδευμένος μετὰ βροχῆς, σύνομβρον πνοήν, ἀνεμοζάλην μὲ βροχήν, Μέγ. Ἐτυμολ. 407, 31 ἐν λέξ. ζάλη.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για άνεμο) αυτός που συνοδεύεται από πολλή βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄμορος (Ι) «βροχή, νεροποντή»].