μονόμφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monomfalos
|Transliteration C=monomfalos
|Beta Code=mono/mfalos
|Beta Code=mono/mfalos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with a single boss</b>, IG2.1661,1665.</span>
|Definition=μονόμφαλον, [[with a single boss]], IG2.1661,1665.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ο (Α [[μονόμφαλος]] και μονομφάλιος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τέρας]]) αυτός που έχει δύο σώματα [[αλλά]] έναν ομφαλό<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[μονόμφαλα]]<br />(ενν. <i>πόπανα</i> ή <i>πλακούντια</i>)<br />αυτά που έχουν ένα μόνο [[εξόγκωμα]] στην επιφάνειά τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀμφαλός]].
|mltxt=-ή, -ο (Α [[μονόμφαλος]] και μονομφάλιος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τέρας]]) αυτός που έχει δύο σώματα [[αλλά]] έναν ομφαλό<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[μονόμφαλα]]<br />(ενν. <i>πόπανα</i> ή <i>πλακούντια</i>)<br />αυτά που έχουν ένα μόνο [[εξόγκωμα]] στην επιφάνειά τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀμφαλός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόμφαλος Medium diacritics: μονόμφαλος Low diacritics: μονόμφαλος Capitals: ΜΟΝΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: monómphalos Transliteration B: monomphalos Transliteration C: monomfalos Beta Code: mono/mfalos

English (LSJ)

μονόμφαλον, with a single boss, IG2.1661,1665.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α μονόμφαλος και μονομφάλιος, -ον)
νεοελλ.
(για τέρας) αυτός που έχει δύο σώματα αλλά έναν ομφαλό
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μονόμφαλα
(ενν. πόπανα ή πλακούντια)
αυτά που έχουν ένα μόνο εξόγκωμα στην επιφάνειά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀμφαλός.