ἡμιρρομβιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imirromviaios
|Transliteration C=imirromviaios
|Beta Code=h(mirrombiai=os
|Beta Code=h(mirrombiai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like a]] [[ἡμιρρόμβιον]], Gal.18(1).788.</span>
|Definition=α, ον, like a [[ἡμιρρόμβιον]], Gal.18(1).788.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡμιρρομβιαῑος, -αία, -ον (Α) [[ημιρρόμβιο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ημιρρόμβιο]] ή έχει [[σχήμα]] ημιρρομβίου.
|mltxt=ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) [[ημιρρόμβιο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ημιρρόμβιο]] ή έχει [[σχήμα]] ημιρρομβίου.
}}
{{pape
|ptext=adj. von [[ἡμιρρόμβιον]].
}}
}}

Latest revision as of 09:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιρρομβιαῖος Medium diacritics: ἡμιρρομβιαῖος Low diacritics: ημιρρομβιαίος Capitals: ΗΜΙΡΡΟΜΒΙΑΙΟΣ
Transliteration A: hēmirrombiaîos Transliteration B: hēmirrombiaios Transliteration C: imirromviaios Beta Code: h(mirrombiai=os

English (LSJ)

α, ον, like a ἡμιρρόμβιον, Gal.18(1).788.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιρρομβιαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ ἡμιρρόμβιον, Γαλην. 12. σ. 477.

Greek Monolingual

ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) ημιρρόμβιο
αυτός που μοιάζει με ημιρρόμβιο ή έχει σχήμα ημιρρομβίου.

German (Pape)

adj. von ἡμιρρόμβιον.