πωρίασις: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poriasis
|Transliteration C=poriasis
|Beta Code=pwri/asis
|Beta Code=pwri/asis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">callus on the eyelid</b>, Gal.14.767.</span>
|Definition=-εως, ἡ, [[callus on the eyelid]], Gal.14.767.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πωρίᾱσις''': -εως, ἡ, σχηματισμὸς πώρου ἐντὸς τῶν βλεφάρων, Γαλην. τ. 14, σ. 767, 11. Κεφάλ. ις΄ [περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς συνισταμένων παθῶν]. Ἔκδ. Kühn.
|lstext='''πωρίᾱσις''': -εως, ἡ, σχηματισμὸς πώρου ἐντὸς τῶν βλεφάρων, Γαλην. τ. 14, σ. 767, 11. Κεφάλ. ις΄ [περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς συνισταμένων παθῶν]. Ἔκδ. Kühn.
}}
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α<br />[[απόστημα]] τών οστών του οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>πωριῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[πῶρος]] «[[πέτρα]], [[πωρόλιθος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i> δηλωτική ασθένειας ([[πρβλ]]. [[ἀρρωστιῶ]], [[ναυτιῶ]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωρίᾱσις Medium diacritics: πωρίασις Low diacritics: πωρίασις Capitals: ΠΩΡΙΑΣΙΣ
Transliteration A: pōríasis Transliteration B: pōriasis Transliteration C: poriasis Beta Code: pwri/asis

English (LSJ)

-εως, ἡ, callus on the eyelid, Gal.14.767.

Greek (Liddell-Scott)

πωρίᾱσις: -εως, ἡ, σχηματισμὸς πώρου ἐντὸς τῶν βλεφάρων, Γαλην. τ. 14, σ. 767, 11. Κεφάλ. ις΄ [περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς συνισταμένων παθῶν]. Ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α
απόστημα τών οστών του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. πωριῶ < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. -ιῶ δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστιῶ, ναυτιῶ].