νεογέννητος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neogennitos
|Transliteration C=neogennitos
|Beta Code=neoge/nnhtos
|Beta Code=neoge/nnhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[νεογιλός]], Phot.</span>
|Definition=νεογέννητον, gloss on [[νεογιλός]], Phot.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεογέννητος''': -ον, = τῷ προηγ., Φώτ. ἐν λέξει νεογιλόν.
|lstext='''νεογέννητος''': -ον, = τῷ προηγ., Φώτ. ἐν λέξει νεογιλόν.
}}
{{grml
|mltxt=και [[νιογέννητος]], -η, -ο (ΑΜ [[νεογέννητος]], Μ και νηογέννητος, -ον)<br />αυτός που γεννήθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο, [[αρτιγέννητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νεογέννητο</i><br />το [[νεογνό]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει εμφανιστεί πρόσφατα ή αυτός που έχει προκύψει πρόσφατα («το νεογέννητο το φως», <b>Σολωμ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γέννητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γεννῶ</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεογέννητος Medium diacritics: νεογέννητος Low diacritics: νεογέννητος Capitals: ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: neogénnētos Transliteration B: neogennētos Transliteration C: neogennitos Beta Code: neoge/nnhtos

English (LSJ)

νεογέννητον, gloss on νεογιλός, Phot.

German (Pape)

[Seite 241] = Vor., Schol. Luc. Halc. 3.

Greek (Liddell-Scott)

νεογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Φώτ. ἐν λέξει νεογιλόν.

Greek Monolingual

και νιογέννητος, -η, -ο (ΑΜ νεογέννητος, Μ και νηογέννητος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, αρτιγέννητος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το νεογέννητο
το νεογνό
2. μτφ. αυτός που έχει εμφανιστεί πρόσφατα ή αυτός που έχει προκύψει πρόσφατα («το νεογέννητο το φως», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -γέννητος (< γεννῶ)].