Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατέαγα: Difference between revisions

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kateaga
|Transliteration C=kateaga
|Beta Code=kate/aga
|Beta Code=kate/aga
|Definition=κατεάγην [ᾰ], κατέαξα, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[κατάγνυμι]].</span>
|Definition=κατεάγην [ᾰ], κατέαξα, v. [[κατάγνυμι]].
}}
{{ls
|lstext='''κατέᾱγα''': κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. [[κατάγνυμι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[κατάγνυμι]].
|btext=v. [[κατάγνυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατέᾱγα:''' αμτβ. παρακ. του [[κατάγνυμι]]· -[[κατεάγην]] <i>[ᾰ]</i>, Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. <i>κατεαγῶσιν</i>· -[[κατέαξα]], Ενεργ. αορ. αʹ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατέᾱγα:''' pf. к [[κατάγνυμι]].
|elrutext='''κατέᾱγα:''' pf. к [[κατάγνυμι]].
}}
{{ls
|lstext='''κατέᾱγα''': κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. [[κατάγνυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατέᾱγα:''' αμτβ. παρακ. του [[κατάγνυμι]]· -[[κατεάγην]] <i>[ᾰ]</i>, Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. <i>κατεαγῶσιν</i>· -[[κατέαξα]], Ενεργ. αορ. αʹ.
}}
}}

Latest revision as of 09:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέᾱγα Medium diacritics: κατέαγα Low diacritics: κατέαγα Capitals: ΚΑΤΕΑΓΑ
Transliteration A: katéaga Transliteration B: kateaga Transliteration C: kateaga Beta Code: kate/aga

English (LSJ)

κατεάγην [ᾰ], κατέαξα, v. κατάγνυμι.

French (Bailly abrégé)

v. κατάγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

κατέᾱγα: pf. к κατάγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κατέᾱγα: κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. κατάγνυμι.

Greek Monotonic

κατέᾱγα: αμτβ. παρακ. του κατάγνυμι· -κατεάγην [ᾰ], Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. κατεαγῶσιν· -κατέαξα, Ενεργ. αορ. αʹ.