μισητής: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misitis
|Transliteration C=misitis
|Beta Code=mishth/s
|Beta Code=mishth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hater</b>, Gloss.</span>
|Definition=μισητοῦ, ὁ, [[hater]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσητής''': -οῦ, ὁ, ([[μισέω]]) ὁ μισῶν, Γλωσσ.
|lstext='''μῑσητής''': -οῦ, ὁ, ([[μισέω]]) ὁ μισῶν, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισητής]], Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) [[μισώ]]<br />αυτός που μισεί κάποιον, ο [[εχθρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισητής]], Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) [[μισώ]]<br />αυτός που μισεί κάποιον, ο [[εχθρός]].
|mltxt=[[μισητής]], Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) [[μισώ]]<br />αυτός που μισεί κάποιον, ο [[εχθρός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσητής Medium diacritics: μισητής Low diacritics: μισητής Capitals: ΜΙΣΗΤΗΣ
Transliteration A: misētḗs Transliteration B: misētēs Transliteration C: misitis Beta Code: mishth/s

English (LSJ)

μισητοῦ, ὁ, hater, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der Hasser.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσητής: -οῦ, ὁ, (μισέω) ὁ μισῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μισητής, Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) μισώ
αυτός που μισεί κάποιον, ο εχθρός.