διαειπέμεν: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaeipemen
|Transliteration C=diaeipemen
|Beta Code=diaeipe/men
|Beta Code=diaeipe/men
|Definition=διαϝειπάμενος, v. [[διεῖπον]].
|Definition=[[διαϝειπάμενος]], v. [[διεῖπον]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαειπέμεν:''' Επικ. αντί <i>δι-ειπεῖν</i>, απαρ. αορ. βʹ του [[διεῖπον]].
|lsmtext='''διαειπέμεν:''' Επικ. αντί <i>δι-ειπεῖν</i>, απαρ. αορ. βʹ του [[διεῖπον]].
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαειπέμεν Medium diacritics: διαειπέμεν Low diacritics: διαειπέμεν Capitals: ΔΙΑΕΙΠΕΜΕΝ
Transliteration A: diaeipémen Transliteration B: diaeipemen Transliteration C: diaeipemen Beta Code: diaeipe/men

English (LSJ)

διαϝειπάμενος, v. διεῖπον.

Spanish (DGE)

v. διαλέγω.

German (Pape)

[Seite 577] ep. = διειπεῖν, Od. 4, 215.

French (Bailly abrégé)

inf. épq. de διεῖπον.

Russian (Dvoretsky)

διαειπέμεν: эп. inf. к διεῖπον I.

Greek (Liddell-Scott)

διαειπέμεν: ἴδε ἐν λ. διεῖπον.

English (Autenrieth)

see διεῖπον.

Greek Monotonic

διαειπέμεν: Επικ. αντί δι-ειπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του διεῖπον.