συγχρηματίζω: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygchrimatizo | |Transliteration C=sygchrimatizo | ||
|Beta Code=sugxrhmati/zw | |Beta Code=sugxrhmati/zw | ||
|Definition=to [[be associated with]], <b class="b3">συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν</b> the Greek date [[shall be used along with]] the Roman, | |Definition=to [[be associated with]], <b class="b3">συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν</b> the Greek date [[shall be used along with]] the Roman, ''OGI''458.53 (i B.C.), cf. Ptol.''Tetr.''79, Vett.Val.278.11; [[act together with]], τινὶ ἐν τοῖς τῆς πόλεως λόγοις ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2135.3 (ii A.D.), cf. ''Ath.Mitt.''37.277 (Pergam.), ''PTeb.''397.26 (ii A.D.), ''PSI''10.1104.14 (ii A.D.): abs., ''PPetr.''3p.221 (iii B.C., cf. ''Arch.Pap.''7.79), ''PLille'' 49.3 (iii B.C., cf. ''Arch.Pap.''7.297); <b class="b3">ἐπιγράφεσθαι ἐπὶ τῶν συγχρηματιζομένων</b> shall have his name inscribed at the head of [[contracts]], IGRom. 4.292.38 (Pergam., ii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγχρηματίζω''': καλοῦμαι διὰ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― [[συνδέομαι]], ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. [[χρηματίζω]]. | |lstext='''συγχρηματίζω''': καλοῦμαι διὰ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― [[συνδέομαι]], ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. [[χρηματίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, [[συνδέομαι]] με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] από κοινού με άλλον<br /><b>3.</b> έχω ίδιο όνομα με άλλον<br /><b>4.</b> [[συμπράττω]] για τη [[διεκπεραίωση]] υπηρεσιακής υπόθεσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρηματίζω]] «[[ενεργώ]], [[διαπραγματεύομαι]], καλούμαι» (<span style="color: red;"><</span> [[χρήμα]], -<i>ατος</i>)]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, [[συνδέομαι]] με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] από κοινού με άλλον<br /><b>3.</b> έχω ίδιο όνομα με άλλον<br /><b>4.</b> [[συμπράττω]] για τη [[διεκπεραίωση]] υπηρεσιακής υπόθεσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρηματίζω]] «[[ενεργώ]], [[διαπραγματεύομαι]], καλούμαι» (<span style="color: red;"><</span> [[χρήμα]], -<i>ατος</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:19, 25 August 2023
English (LSJ)
to be associated with, συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν the Greek date shall be used along with the Roman, OGI458.53 (i B.C.), cf. Ptol.Tetr.79, Vett.Val.278.11; act together with, τινὶ ἐν τοῖς τῆς πόλεως λόγοις POxy.2135.3 (ii A.D.), cf. Ath.Mitt.37.277 (Pergam.), PTeb.397.26 (ii A.D.), PSI10.1104.14 (ii A.D.): abs., PPetr.3p.221 (iii B.C., cf. Arch.Pap.7.79), PLille 49.3 (iii B.C., cf. Arch.Pap.7.297); ἐπιγράφεσθαι ἐπὶ τῶν συγχρηματιζομένων shall have his name inscribed at the head of contracts, IGRom. 4.292.38 (Pergam., ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
συγχρηματίζω: καλοῦμαι διὰ τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― συνδέομαι, ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. χρηματίζω.
Greek Monolingual
Α
1. χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, συνδέομαι με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», επιγρ.)
2. ενεργώ από κοινού με άλλον
3. έχω ίδιο όνομα με άλλον
4. συμπράττω για τη διεκπεραίωση υπηρεσιακής υπόθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + χρηματίζω «ενεργώ, διαπραγματεύομαι, καλούμαι» (< χρήμα, -ατος)].