προσεκτέον: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosekteon | |Transliteration C=prosekteon | ||
|Beta Code=prosekte/on | |Beta Code=prosekte/on | ||
|Definition=(προσέχω) < | |Definition=([[προσέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[one must apply]], τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Pl. ''Men.''96d, cf. Isoc.''Ep.''2.17: abs., [[one must attend]], τινι to a thing, Pl. ''Demod.''384e; λόγοις Aeschin.1.119, cf. Plb.1.64.2; Σοφοκλεῖ Plu. ''Phoc.''1; [[one must notice]], πῶς.. Iamb.''in Nic.''p.69 P.<br><span class="bld">2</span> [[one must agree with]], τινι Str.7.3.6, cf. Sor.1.56.<br><span class="bld">II</span> [[προσεκτέος]], [[α]], [[ον]], to [[be taken into consideration]], <b class="b3">π. οἱ τρόποι</b> Vett. Val.332.22. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσεκτέον:''' adj. verb. к [[προσέχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[προσέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επικολλήσει, να εφαρμόσει, σε Πλάτ.· απόλ., αυτός που πρέπει να προσέχει, <i>τινί</i>, σ' ένα [[πράγμα]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''προσεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[προσέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επικολλήσει, να εφαρμόσει, σε Πλάτ.· απόλ., αυτός που πρέπει να προσέχει, <i>τινί</i>, σ' ένα [[πράγμα]], σε Αισχίν. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
(προσέχω)
A one must apply, τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Pl. Men.96d, cf. Isoc.Ep.2.17: abs., one must attend, τινι to a thing, Pl. Demod.384e; λόγοις Aeschin.1.119, cf. Plb.1.64.2; Σοφοκλεῖ Plu. Phoc.1; one must notice, πῶς.. Iamb.in Nic.p.69 P.
2 one must agree with, τινι Str.7.3.6, cf. Sor.1.56.
II προσεκτέος, α, ον, to be taken into consideration, π. οἱ τρόποι Vett. Val.332.22.
Russian (Dvoretsky)
προσεκτέον: adj. verb. к προσέχω.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προσέχω, δεῖ προσέχειν, τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Πλάτ. Μένων 96D, πρβλ. Ἰσοκρ. 410Β· ἀπολ., τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Πλάτ. Δημόδ. 384Ε· λόγοις Αἰσχίν. 16, 43· πρβλ. Πολύβ. 1. 64, 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτέα· σπουδαστέα».
Greek Monotonic
προσεκτέον: ρημ. επίθ. του προσέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να επικολλήσει, να εφαρμόσει, σε Πλάτ.· απόλ., αυτός που πρέπει να προσέχει, τινί, σ' ένα πράγμα, σε Αισχίν.