ἐπιφορικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epiforikos
|Transliteration C=epiforikos
|Beta Code=e)piforiko/s
|Beta Code=e)piforiko/s
|Definition=ή, όν, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἐπιφορά <span class="bibl">11.3</span>) [[impetuous]], of style, τὸ ἐ. καὶ σφοδρόν <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span> 2.6</span> ; ἐ. σχήματα <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Rh.</span>1p.494S.</span> ; <b class="b3">ἐ. λόγος</b> (viz. D.21) <span class="bibl">Longin. <span class="title">Fr.</span>18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">inferential, illative</b>, [<b class="b3">σύνδεσμος</b>] <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>227.25</span>, al. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> Sch.D.T.<span class="bibl">p.65</span> H. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> (ἐπιφορά <span class="bibl">111</span>) <b class="b2">forming the second</b> or <b class="b2">subsequent clause</b>, [ἔκ] φρασις <span class="bibl">Lesb.Gramm.12</span>.</span>
|Definition=ἐπιφορική, ἐπιφορικόν,<br><span class="bld">A</span> (ἐπιφορά 11.3) [[impetuous]], of style, τὸ ἐ. καὶ σφοδρόν Hermog.''Id.'' 2.6; ἐ. σχήματα Aristid.''Rh.''1p.494S.; <b class="b3">ἐ. λόγος</b> (viz. D.21) Longin. ''Fr.''18.<br><span class="bld">II</span> [[inferential]], [[illative]], ([[σύνδεσμος]]) A.D.''Conj.''227.25, al. Adv. [[ἐπιφορικῶς]] Sch.D.T.p.65 H.<br><span class="bld">III</span> (ἐπιφορά ''III'') [[forming the second]] or [[subsequent clause]], [ἔκ] φρασις Lesb.Gramm.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] ή, όν, heftig andringend, eindringend, [[λόγος]], Rhett.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] ή, όν, heftig andringend, eindringend, [[λόγος]], Rhett.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφορικός:''' грам. (о союзах) выражающий следствие, заключительный.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφορικός]], -ή, -ὸν (Α) [[επιφορά]]<br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) [[σφοδρός]], [[δεινός]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] ([[σύνδεσμος]])<br />β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη [[πρόταση]].
|mltxt=[[ἐπιφορικός]], -ή, -ὸν (Α) [[επιφορά]]<br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) [[σφοδρός]], [[δεινός]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] ([[σύνδεσμος]])<br />β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη [[πρόταση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφορικός:''' грам. (о союзах) выражающий следствие, заключительный.
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφορικός Medium diacritics: ἐπιφορικός Low diacritics: επιφορικός Capitals: ΕΠΙΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: epiphorikós Transliteration B: epiphorikos Transliteration C: epiforikos Beta Code: e)piforiko/s

English (LSJ)

ἐπιφορική, ἐπιφορικόν,
A (ἐπιφορά 11.3) impetuous, of style, τὸ ἐ. καὶ σφοδρόν Hermog.Id. 2.6; ἐ. σχήματα Aristid.Rh.1p.494S.; ἐ. λόγος (viz. D.21) Longin. Fr.18.
II inferential, illative, (σύνδεσμος) A.D.Conj.227.25, al. Adv. ἐπιφορικῶς Sch.D.T.p.65 H.
III (ἐπιφορά III) forming the second or subsequent clause, [ἔκ] φρασις Lesb.Gramm.12.

German (Pape)

[Seite 1001] ή, όν, heftig andringend, eindringend, λόγος, Rhett.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφορικός: грам. (о союзах) выражающий следствие, заключительный.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφορικός: -ή, -όν, (ἐπιφορὰ) σφοδρός, δεινός, ἐπὶ ὕφους λόγου, Ρήτορες. 2) ἐν τῇ γραμμ. = συλλογιστικός, περὶ τῶν συνδέσμ., ἄρα, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, κτλ., Ἀπολλ. Δ. π. Συνδ. 494, 13, 519, 20.

Greek Monolingual

ἐπιφορικός, -ή, -ὸν (Α) επιφορά
1. (για ύφος λόγου) σφοδρός, δεινός
2. γραμμ. α) συμπερασματικός, συλλογιστικός (σύνδεσμος)
β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη πρόταση.