εὐκατάληπτος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efkataliptos | |Transliteration C=efkataliptos | ||
|Beta Code=eu)kata/lhptos | |Beta Code=eu)kata/lhptos | ||
|Definition= | |Definition=εὐκατάληπτον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to apprehend]] or [[easy to recognize]], Erot.''Praef.'', Heliod. ap. Orib. 46.28.3, Artem.1.1a, etc.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[εὐκαταλήπτως ἔχειν]] to [[be easily bandaged by]] [[κατάληψις]] ([[quod vide|q.v.]]), Hp.''Off.''9.<br><span class="bld">III</span> [[easy to capture]], of cities, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[διατειχίζειν]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκατάληπτος''': -ον, εὐκόλως κατανοούμενος, Ἀρτεμίδωρ. 1. προοίμ., Ἱππ. κλ. - Ἐπίρρ. τως, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743. | |lstext='''εὐκατάληπτος''': -ον, εὐκόλως κατανοούμενος, Ἀρτεμίδωρ. 1. προοίμ., Ἱππ. κλ. - Ἐπίρρ. τως, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐκατάληπτος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται εύκολα [[καταληπτός]], ο ευκολονόητος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συλλαμβάνεται, που κυριεύεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκαταλήπτως</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> «εὐκαταλήπτως ἔχει»<br />(για [[τραύμα]]) η εύκολη [[επίδεση]], [[μετά]] τη [[συγκράτηση]] της ροής του αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατα</i>-<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[λαμβάνω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐκατάληπτον,
A easy to apprehend or easy to recognize, Erot.Praef., Heliod. ap. Orib. 46.28.3, Artem.1.1a, etc.
II Adv. εὐκαταλήπτως ἔχειν to be easily bandaged by κατάληψις (q.v.), Hp.Off.9.
III easy to capture, of cities, Hsch. s.v. διατειχίζειν.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht zu fassen, Schol. Aesch. Pers. 464 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάληπτος: -ον, εὐκόλως κατανοούμενος, Ἀρτεμίδωρ. 1. προοίμ., Ἱππ. κλ. - Ἐπίρρ. τως, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐκατάληπτος, -ον)
αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευκολονόητος
αρχ.
αυτός που συλλαμβάνεται, που κυριεύεται εύκολα.
επίρρ...
εὐκαταλήπτως (Α)
φρ. «εὐκαταλήπτως ἔχει»
(για τραύμα) η εύκολη επίδεση, μετά τη συγκράτηση της ροής του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-ληπτος (< κατα-λαμβάνω)].