πολυγόνατος: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polygonatos | |Transliteration C=polygonatos | ||
|Beta Code=polugo/natos | |Beta Code=polugo/natos | ||
|Definition= | |Definition=πολυγόνατον,<br><span class="bld">A</span> [[having many joints]], Dsc.1.14, al.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[πολυγόνατον]], τό, [[sealwort]], [[Polygonatum multiflorum]], Id.4.6.<br><span class="bld">2</span> = [[λευκάκανθα]] 2, Id.3.19, Plin.''HN''22.40.<br><span class="bld">3</span> = [[πολύγονον ἄρρεν]], Ps.-Dsc.4.4.<br><span class="bld">4</span> = [[πολύκνημον]], Dsc.3.94. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πολυγόνατο]](<i>ν</i>)<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] [[λιλιώδη]], [[οικογένεια]] [[λιλιίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) αυτό που έχει [[πολλά]] γόνατα, πολλούς κόμβους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[φυτό]] [[λευκάκανθα]]<br />γ) το [[φυτό]] πολύκνημο<br />δ) το [[φυτό]] [[πολύγονο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γόνατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]], <i>γόνατος</i> «[[κόμβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγο</i>-<i>γόνατος</i>. Τη λ. δανείστηκαν και ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polygonatum</i>]. | |mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πολυγόνατο]](<i>ν</i>)<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] [[λιλιώδη]], [[οικογένεια]] [[λιλιίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) αυτό που έχει [[πολλά]] γόνατα, πολλούς κόμβους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[φυτό]] [[λευκάκανθα]]<br />γ) το [[φυτό]] πολύκνημο<br />δ) το [[φυτό]] [[πολύγονο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γόνατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]], <i>γόνατος</i> «[[κόμβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγο</i>-<i>γόνατος</i>. Τη λ. δανείστηκαν και ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polygonatum</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυγόνατον,
A having many joints, Dsc.1.14, al.
II Subst. πολυγόνατον, τό, sealwort, Polygonatum multiflorum, Id.4.6.
2 = λευκάκανθα 2, Id.3.19, Plin.HN22.40.
3 = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4.
4 = πολύκνημον, Dsc.3.94.
Greek Monolingual
-ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το πολυγόνατο(ν)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες
αρχ.
1. (για φυτό) αυτό που έχει πολλά γόνατα, πολλούς κόμβους
2. το ουδ. ως ουσ. α) το φυτό λευκάκανθα
γ) το φυτό πολύκνημο
δ) το φυτό πολύγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γόνατος (< γόνυ, γόνατος «κόμβος»), πρβλ. ολιγο-γόνατος. Τη λ. δανείστηκαν και ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. polygonatum].