πολυγόνατος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polygonatos
|Transliteration C=polygonatos
|Beta Code=polugo/natos
|Beta Code=polugo/natos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having many joints</b>, Dsc.1.14, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">-γόνατον, τό,</b> <b class="b2">sealwort, Polygonatum multiflorum</b>, Id.4.6. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[λευκάκανθα]] 2, Id.3.19, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>22.40</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[πολύγονον ἄρρεν]], Ps.-Dsc.4.4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> = [[πολύκνημον]], Dsc.3.94.</span>
|Definition=πολυγόνατον,<br><span class="bld">A</span> [[having many joints]], Dsc.1.14, al.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[πολυγόνατον]], τό, [[sealwort]], [[Polygonatum multiflorum]], Id.4.6.<br><span class="bld">2</span> = [[λευκάκανθα]] 2, Id.3.19, Plin.''HN''22.40.<br><span class="bld">3</span> = [[πολύγονον ἄρρεν]], Ps.-Dsc.4.4.<br><span class="bld">4</span> = [[πολύκνημον]], Dsc.3.94.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πολυγόνατο]](<i>ν</i>)<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] [[λιλιώδη]], [[οικογένεια]] [[λιλιίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) αυτό που έχει [[πολλά]] γόνατα, πολλούς κόμβους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[φυτό]] [[λευκάκανθα]]<br />γ) το [[φυτό]] πολύκνημο<br />δ) το [[φυτό]] [[πολύγονο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γόνατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]], <i>γόνατος</i> «[[κόμβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγο</i>-<i>γόνατος</i>. Τη λ. δανείστηκαν και ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polygonatum</i>].
|mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πολυγόνατο]](<i>ν</i>)<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] [[λιλιώδη]], [[οικογένεια]] [[λιλιίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) αυτό που έχει [[πολλά]] γόνατα, πολλούς κόμβους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[φυτό]] [[λευκάκανθα]]<br />γ) το [[φυτό]] πολύκνημο<br />δ) το [[φυτό]] [[πολύγονο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γόνατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]], <i>γόνατος</i> «[[κόμβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγο</i>-<i>γόνατος</i>. Τη λ. δανείστηκαν και ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polygonatum</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγόνᾰτος Medium diacritics: πολυγόνατος Low diacritics: πολυγόνατος Capitals: ΠΟΛΥΓΟΝΑΤΟΣ
Transliteration A: polygónatos Transliteration B: polygonatos Transliteration C: polygonatos Beta Code: polugo/natos

English (LSJ)

πολυγόνατον,
A having many joints, Dsc.1.14, al.
II Subst. πολυγόνατον, τό, sealwort, Polygonatum multiflorum, Id.4.6.
2 = λευκάκανθα 2, Id.3.19, Plin.HN22.40.
3 = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4.
4 = πολύκνημον, Dsc.3.94.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το πολυγόνατο(ν)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες
αρχ.
1. (για φυτό) αυτό που έχει πολλά γόνατα, πολλούς κόμβους
2. το ουδ. ως ουσ. α) το φυτό λευκάκανθα
γ) το φυτό πολύκνημο
δ) το φυτό πολύγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γόνατος (< γόνυ, γόνατος «κόμβος»), πρβλ. ολιγο-γόνατος. Τη λ. δανείστηκαν και ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. polygonatum].