ἐναντίβιος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enantivios
|Transliteration C=enantivios
|Beta Code=e)nanti/bios
|Beta Code=e)nanti/bios
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[set against]], [[hostile]], αἰθυίαις οὔποτ' ἐναντίβιος <span class="title">AP</span>10.8 (Arch., Herm. for <b class="b3">οὔποτε ἀντιβίας</b>): elsewh. neut. as adverb, [[face to face]], [[against]], [[μαχέσασθαι]], [[πολεμίζειν]], <span class="bibl">11.8.168</span>, <span class="bibl">10.451</span>, etc.; ἐλθεῖν <span class="bibl">20.130</span>; στῆναι <span class="bibl">21.266</span>: c.gen., Ἀχιλῆος . πολεμίξειν <span class="bibl">20.85</span>.--Only poet.</span>
|Definition=ἐναντίβιον, [[set against]], [[hostile]], αἰθυίαις οὔποτ' ἐναντίβιος ''AP''10.8 (Arch., Herm. for <b class="b3">οὔποτε ἀντιβίας</b>): elsewhere neut. as adverb, [[face to face]], [[against]], [[μαχέσασθαι]], [[πολεμίζειν]], 11.8.168, 10.451, etc.; ἐλθεῖν 20.130; στῆναι 21.266: c.gen., Ἀχιλῆος ἐ. πολεμίξειν 20.85.—Only ''poet.''
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-τῐ-]<br /><b class="num">1</b> [[contrario]], [[hostil]] c. dat. Πρίηπος ... αἰθυίαις οὔποτ' ἐ. <i>AP</i> 10.8 (Arch.), ἐ.· ἐναντίαν δύναμιν ἔχων Hsch.<br /><b class="num">2</b> neutr. como adv. [[frente a frente]], [[cara a cara]] ἐναντίβιον μαχέσασθαι <i>Il</i>.8.168, πολεμίξων <i>Il</i>.10.451, cf. A.R.3.1234, ἐλθεῖν <i>Il</i>.20.130, στῆναι <i>Il</i>.21.266, <i>Od</i>.17.439, c. gen. Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν <i>Il</i>.20.85.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[βία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναντίβῐος''': -ον, ἐχθρικῶς διακείμενος, αἰθυίαις οὔποτ᾿ ἐναντίβιος Ἀνθ. Π. 10. 8 (ὡς ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ οὔποτε [[ἀντιβίας]])· ἀλλαχοῦ μόνον ὡς ἐπίρρ., [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]], ἐναντίβιον μαχέσασθαι Ἰλ. Θ. 168, ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων Κ. 451, κτλ.· ἐλθεῖν Υ. 130· στῆναι Φ. 266· μετὰ γεν., Ἀχιλῆος ἐν. πολεμίζειν Υ. 85. ‒ Μόνον Ἐπικ.
|lstext='''ἐναντίβῐος''': -ον, ἐχθρικῶς διακείμενος, αἰθυίαις οὔποτ᾿ ἐναντίβιος Ἀνθ. Π. 10. 8 (ὡς ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ οὔποτε [[ἀντιβίας]])· ἀλλαχοῦ μόνον ὡς ἐπίρρ., [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]], ἐναντίβιον μαχέσασθαι Ἰλ. Θ. 168, ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων Κ. 451, κτλ.· ἐλθεῖν Υ. 130· στῆναι Φ. 266· μετὰ γεν., Ἀχιλῆος ἐν. πολεμίζειν Υ. 85. ‒ Μόνον Ἐπικ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-τῐ-]<br /><b class="num">1</b> [[contrario]], [[hostil]] c. dat. Πρίηπος ... αἰθυίαις οὔποτ' ἐ. <i>AP</i> 10.8 (Arch.), ἐ.· ἐναντίαν δύναμιν ἔχων Hsch.<br /><b class="num">2</b> neutr. como adv. [[frente a frente]], [[cara a cara]] ἐναντίβιον μαχέσασθαι <i>Il</i>.8.168, πολεμίξων <i>Il</i>.10.451, cf. A.R.3.1234, ἐλθεῖν <i>Il</i>.20.130, στῆναι <i>Il</i>.21.266, <i>Od</i>.17.439, c. gen. Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν <i>Il</i>.20.85.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[βία]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐβῐος Medium diacritics: ἐναντίβιος Low diacritics: εναντίβιος Capitals: ΕΝΑΝΤΙΒΙΟΣ
Transliteration A: enantíbios Transliteration B: enantibios Transliteration C: enantivios Beta Code: e)nanti/bios

English (LSJ)

ἐναντίβιον, set against, hostile, αἰθυίαις οὔποτ' ἐναντίβιος AP10.8 (Arch., Herm. for οὔποτε ἀντιβίας): elsewhere neut. as adverb, face to face, against, μαχέσασθαι, πολεμίζειν, 11.8.168, 10.451, etc.; ἐλθεῖν 20.130; στῆναι 21.266: c.gen., Ἀχιλῆος ἐ. πολεμίξειν 20.85.—Only poet.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-τῐ-]
1 contrario, hostil c. dat. Πρίηπος ... αἰθυίαις οὔποτ' ἐ. AP 10.8 (Arch.), ἐ.· ἐναντίαν δύναμιν ἔχων Hsch.
2 neutr. como adv. frente a frente, cara a cara ἐναντίβιον μαχέσασθαι Il.8.168, πολεμίξων Il.10.451, cf. A.R.3.1234, ἐλθεῖν Il.20.130, στῆναι Il.21.266, Od.17.439, c. gen. Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν Il.20.85.
• Etimología: Cf. βία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντίβῐος: -ον, ἐχθρικῶς διακείμενος, αἰθυίαις οὔποτ᾿ ἐναντίβιος Ἀνθ. Π. 10. 8 (ὡς ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ οὔποτε ἀντιβίας)· ἀλλαχοῦ μόνον ὡς ἐπίρρ., πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἐναντίβιον μαχέσασθαι Ἰλ. Θ. 168, ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων Κ. 451, κτλ.· ἐλθεῖν Υ. 130· στῆναι Φ. 266· μετὰ γεν., Ἀχιλῆος ἐν. πολεμίζειν Υ. 85. ‒ Μόνον Ἐπικ.

Greek Monolingual

ἐναντίβιος, -ον (Α)
1. εχθρικός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναντίβιον
εναντίον, εχθρικά («ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι», Ομήρ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐναντίβῐος: -ον, αυτός που διάκειται εχθρικά, εχθρικός, σε Ανθ.· ως επίρρ., πρόσωπο με πρόσωπο, αντικρυστά, μαχέσασθαι, πολεμίζειν, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐν-αντίβῐος, ον adj
set against, hostile, Anth.:—as adv. face to face, against, μαχέσασθαι, πολεμίζειν Il.