χελύσσομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chelyssomai | |Transliteration C=chelyssomai | ||
|Beta Code=xelu/ssomai | |Beta Code=xelu/ssomai | ||
|Definition=Ep. χελλύσσομαι, < | |Definition=Ep. [[χελλύσσομαι]],<br><span class="bld">A</span> [[expectorate]], (χέλυς ''ΙΙ'') Nic.''Al.'' 81, Moer.p.102 P.:—[[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] cites χελούειν, = [[βήσσειν]] (Lacon. or Boeot.).<br><span class="bld">II</span> Act. χελλύσσω, metaph. of a swimmer, [[spit out]], i.e. the waves, Lyc.727, cf. Sch.ad.loc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χελύσσομαι''': Ἐπικ. χελλύσσομαι, ὡς τὸ [[χρέμπτομαι]], βήττω, «βήχω», (ἴδε [[χέλυς]] ΙΙ), Νικ. Ἀλεξιφ. 81, ἴδε Μοῖριν 102· πρβλ. [[ἀναχελύσσομαι]]· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει χελούειν = βήσσειν, [[ἴσως]] Λακων. ἢ Βοιωτ. [[τύπος]]. ΙΙ. Ὁ Λυκόφρ. 727 ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἐνεργ. [[χελλύσσω]], μεταφορ. ἐπὶ πλοίου, [[διασχίζω]] τὰ κύματα, ἴδε Σχόλ. | |lstext='''χελύσσομαι''': Ἐπικ. χελλύσσομαι, ὡς τὸ [[χρέμπτομαι]], βήττω, «βήχω», (ἴδε [[χέλυς]] ΙΙ), Νικ. Ἀλεξιφ. 81, ἴδε Μοῖριν 102· πρβλ. [[ἀναχελύσσομαι]]· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει χελούειν = βήσσειν, [[ἴσως]] Λακων. ἢ Βοιωτ. [[τύπος]]. ΙΙ. Ὁ Λυκόφρ. 727 ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἐνεργ. [[χελλύσσω]], μεταφορ. ἐπὶ πλοίου, [[διασχίζω]] τὰ κύματα, ἴδε Σχόλ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
Ep. χελλύσσομαι,
A expectorate, (χέλυς ΙΙ) Nic.Al. 81, Moer.p.102 P.:—Hsch. cites χελούειν, = βήσσειν (Lacon. or Boeot.).
II Act. χελλύσσω, metaph. of a swimmer, spit out, i.e. the waves, Lyc.727, cf. Sch.ad.loc.
Greek (Liddell-Scott)
χελύσσομαι: Ἐπικ. χελλύσσομαι, ὡς τὸ χρέμπτομαι, βήττω, «βήχω», (ἴδε χέλυς ΙΙ), Νικ. Ἀλεξιφ. 81, ἴδε Μοῖριν 102· πρβλ. ἀναχελύσσομαι· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει χελούειν = βήσσειν, ἴσως Λακων. ἢ Βοιωτ. τύπος. ΙΙ. Ὁ Λυκόφρ. 727 ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἐνεργ. χελλύσσω, μεταφορ. ἐπὶ πλοίου, διασχίζω τὰ κύματα, ἴδε Σχόλ.