ἡγεμόνη: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=igemoni | |Transliteration C=igemoni | ||
|Beta Code=h(gemo/nh | |Beta Code=h(gemo/nh | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[ἁγεμόνη]] ''JHS''3.353 (Aetol.), fem. of [[ἡγεμών]]:—[[queen]], [[epithet]] of Artemis, Call.''Dian.''227, Ant.Lib.4.5; <b class="b3">Ἄρτεμις Ὀρθωσία</b> 'H. ''IG''2.1663c; of Aphrodite, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; at Athens, one of the Charites, Paus.9.35.2; [[flagship]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡγεμόνη]], δωρ. τ. άγεμόνη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. της Αρτέμιδος και της Αφροδίτης) [[βασίλισσα]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> (στην Αθήνα) <i>ἡ Ἡγεμόνη</i><br />μια από τις Χάριτες<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ναυαρχίς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. και σπάνιο παράγ. του <i>ηγεμών</i>, -<i>όνος</i>]. | |mltxt=[[ἡγεμόνη]], δωρ. τ. άγεμόνη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. της Αρτέμιδος και της Αφροδίτης) [[βασίλισσα]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> (στην Αθήνα) <i>ἡ Ἡγεμόνη</i><br />μια από τις Χάριτες<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ναυαρχίς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. και σπάνιο παράγ. του <i>ηγεμών</i>, -<i>όνος</i>]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[reina]] ref. a Hécate-Selene-Ártemis δεῦρ', Ἑκάτή, ... εὐπατόρεια, δᾳδοῦχε, ἡ. <b class="b3">aquí, Hécate, noble por nacimiento, portadora de antorcha, reina</b> P IV 2718 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. ἁγεμόνη JHS3.353 (Aetol.), fem. of ἡγεμών:—queen, epithet of Artemis, Call.Dian.227, Ant.Lib.4.5; Ἄρτεμις Ὀρθωσία 'H. IG2.1663c; of Aphrodite, Hsch.; at Athens, one of the Charites, Paus.9.35.2; flagship, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1150] ἡ, fem. zu ἡγεμών, Anführerinn, Gebieterinn, Beiname mehrerer Göttinnen, bes. der Artemis, Callim. Dian. 227; Paus. 3, 14, 6, vgl. 9, 35, 2; a. Sp. Vgl. auch ἡγεμόνεια.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεμόνη: θηλ. τοῦ ἡγεμών, = ἡγεμόνεια, βασίλισσα, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 227, Παυσ. 9. 35, 2· τῆς Ἀφροδίτης, Ἡσύχ.
Spanish
Greek Monolingual
ἡγεμόνη, δωρ. τ. άγεμόνη, ἡ (Α)
1. (ως επίθ. της Αρτέμιδος και της Αφροδίτης) βασίλισσα
2. ως κύριο όν. (στην Αθήνα) ἡ Ἡγεμόνη
μια από τις Χάριτες
3. (κατά τον Ησύχ.) «ναυαρχίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. και σπάνιο παράγ. του ηγεμών, -όνος].
Léxico de magia
ἡ reina ref. a Hécate-Selene-Ártemis δεῦρ', Ἑκάτή, ... εὐπατόρεια, δᾳδοῦχε, ἡ. aquí, Hécate, noble por nacimiento, portadora de antorcha, reina P IV 2718