συκώδης: Difference between revisions
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sykodis | |Transliteration C=sykodis | ||
|Beta Code=sukw/dhs | |Beta Code=sukw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=συκώδες,<br><span class="bld">A</span> [[fig-like]], γλυκύτης Arist.''HA''623b24; ὄγκος Gal.12.822; <b class="b3">ἐπαναστάσεις σ.</b>, of warts or piles, Orib.''Syn.''8.37 tit., cf. Dsc.1.128.5; cf. [[σῦκον]] II.<br><span class="bld">II</span> = [[συκοφαντώδης]], Sch.Ar.''Pl.''874, ''EM''733.56. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
συκώδες,
A fig-like, γλυκύτης Arist.HA623b24; ὄγκος Gal.12.822; ἐπαναστάσεις σ., of warts or piles, Orib.Syn.8.37 tit., cf. Dsc.1.128.5; cf. σῦκον II.
II = συκοφαντώδης, Sch.Ar.Pl.874, EM733.56.
German (Pape)
[Seite 974] ες, feigenartig; z. B. γλυκύτης, Arist. H. A. 9, 40; Sp.
Russian (Dvoretsky)
σῡκώδης: как у фиги, фиговый (γλυκύτης Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σῡκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σῦκον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9, 40, 5· ἐπαναστάσεις σ., ἐπὶ σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Ὀρειβάσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 176. 3, πρβλ. σῦκον ΙΙ. ΙΙ. συκοφαντικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873.
Greek Monolingual
-ες / συκώδης, -ῶδες, ΝΑ σῡκον
όμοιος με σύκο ή με μια ιδιότητα του σύκου, συκοειδής
αρχ.
1. ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.)
2. συκοφαντικός.