Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλέος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(45)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fleos
|Transliteration C=fleos
|Beta Code=fle/os
|Beta Code=fle/os
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[φλέως]], [[φλοῦς]], Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[βασκανία]], [[φθορά]], Id. (<b class="b3">φλεός</b> cod., Theognost.<span class="title">Can.</span>49). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> φλέος, epith. of Dionysus, <span class="title">SIG</span>1003.1 (Priene, ii B. C.).</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[φλέως]], [[φλοῦς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> = [[βασκανία]], [[φθορά]], Id. ([[φλεός]] cod., Theognost.''Can.''49).<br><span class="bld">III</span> φλέος, [[epithet]] of [[Dionysus]], ''SIG''1003.1 (Priene, ii B. C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φλέως]].———————— <b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βασκανία]], [[φθορά]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφβλ. τ. ο [[οποίος]] αποτελεί πιθ. παρ. του ρ. [[φλέω]] με σημ. «[[φλυαρώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φλέω]]), [[οπότε]] αρχική σημ. της λ. θα ήταν μια σημ. «[[φλυαρία]], [[λόγια]] συκοφαντικά, βλαβερά». Το [[γένος]] του τ. παραμένει ανεξακρίβωτο. Πρόκειται πιθ. για ουδ., [[οπότε]] θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί παρλλ. τ. της λ. [[φλύος]] (<i>τὸ</i>) «[[φλυαρία]]» (<span style="color: red;"><</span> [[φλύω]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φλέως]].<br /><b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βασκανία]], [[φθορά]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφβλ. τ. ο [[οποίος]] αποτελεί πιθ. παρ. του ρ. [[φλέω]] με σημ. «[[φλυαρώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φλέω]]), [[οπότε]] αρχική σημ. της λ. θα ήταν μια σημ. «[[φλυαρία]], [[λόγια]] συκοφαντικά, βλαβερά». Το [[γένος]] του τ. παραμένει ανεξακρίβωτο. Πρόκειται πιθ. για ουδ., [[οπότε]] θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί παρλλ. τ. της λ. [[φλύος]] (<i>τὸ</i>) «[[φλυαρία]]» (<span style="color: red;"><</span> [[φλύω]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλέος Medium diacritics: φλέος Low diacritics: φλέος Capitals: ΦΛΕΟΣ
Transliteration A: phléos Transliteration B: phleos Transliteration C: fleos Beta Code: fle/os

English (LSJ)

ὁ,
A = φλέως, φλοῦς, Hsch.
II = βασκανία, φθορά, Id. (φλεός cod., Theognost.Can.49).
III φλέος, epithet of Dionysus, SIG1003.1 (Priene, ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

φλέος: ὁ, = φλέως, φλοῦς, «φλέος· βασκανία. φθορά, καὶ ὁ αἴλιος φλοιὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
βλ. φλέως.
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «βασκανία, φθορά».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. ο οποίος αποτελεί πιθ. παρ. του ρ. φλέω με σημ. «φλυαρώ» (βλ. λ. φλέω), οπότε αρχική σημ. της λ. θα ήταν μια σημ. «φλυαρία, λόγια συκοφαντικά, βλαβερά». Το γένος του τ. παραμένει ανεξακρίβωτο. Πρόκειται πιθ. για ουδ., οπότε θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί παρλλ. τ. της λ. φλύος (τὸ) «φλυαρία» (< φλύω)].