σάλη: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sali
|Transliteration C=sali
|Beta Code=sa/lh
|Beta Code=sa/lh
|Definition=Dor. σάλα, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[φροντίς]] (cf. [[σάλος]] <span class="bibl">11.2</span>), Hsch., Phot., <span class="title">EM</span> 151.47: also σαλέη, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> both [[σαλέη]] and [[σάλη]] = [[βλάβη]], Id. σαλητόν, v. [[σάρητον]].</span>
|Definition=Dor. [[σάλα]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[φροντίς]] (cf. [[σάλος]] II.2), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., ''EM'' 151.47: also [[σαλέη]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> both [[σαλέη]] and [[σάλη]] = [[βλάβη]], Id. σαλητόν, v. [[σάρητον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάλη Medium diacritics: σάλη Low diacritics: σάλη Capitals: ΣΑΛΗ
Transliteration A: sálē Transliteration B: salē Transliteration C: sali Beta Code: sa/lh

English (LSJ)

Dor. σάλα, ἡ,
A = φροντίς (cf. σάλος II.2), Hsch., Phot., EM 151.47: also σαλέη, Hsch.
II both σαλέη and σάλη = βλάβη, Id. σαλητόν, v. σάρητον.

Russian (Dvoretsky)

σάλη: дор. σάλα (σᾰ) ἡ волнение Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

σάλη: Δωρ. σάλα, ἡ, = σάλος ΙΙ. 2, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 362.

Greek Monolingual

και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., σαλέη, και δωρ. τ. σάλα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «φροντίς»
2. «βλάβη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά (κατ' απόσπαση) από το σύνθ. -σαλής «αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε» (< στερ. - + σάλος)].