συγκαταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkatapipto
|Transliteration C=sygkatapipto
|Beta Code=sugkatapi/ptw
|Beta Code=sugkatapi/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fall down along with</b>, <b class="b3">σ. ταῖς τύχαις</b> <b class="b2">let one's spirits fall with</b> one's fortunes, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Isoc.</span>9</span>; <b class="b3">ταῖς διανοίαις</b> <b class="b2">become despondent too</b>, <span class="bibl">Onos.13.2</span>; <b class="b2">fall together</b> in battle, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>7.7.1</span>; in wrestling, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>3.3</span>.</span>
|Definition=[[fall down along with]], <b class="b3">σ. ταῖς τύχαις</b> [[let one's spirits fall with]] one's fortunes, D.H.''Isoc.''9; <b class="b3">ταῖς διανοίαις</b> [[become despondent too]], Onos.13.2; [[fall together]] in battle, J.''AJ''7.7.1; in wrestling, Gal.''Nat.Fac.''3.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[καταπίπτω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[συγκαταπίπτω]] ταῖς τύχαις, [[μετὰ]] τῆς εὐτυχίας χάνω καὶ τὸ θάρρος μου, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 9.
|lstext='''συγκαταπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[καταπίπτω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[συγκαταπίπτω]] ταῖς τύχαις, μετὰ τῆς εὐτυχίας χάνω καὶ τὸ θάρρος μου, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 9.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῑς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το [[θάρρος]] μας [[καθώς]] χάνεται η [[ευτυχία]], Διον. Αλ.).
|mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῖ μὴ συγκαταπιπτειν ταῖς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το [[θάρρος]] μας [[καθώς]] χάνεται η [[ευτυχία]], Διον. Αλ.).
}}
{{grml
|mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῑς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το [[θάρρος]] μας [[καθώς]] χάνεται η [[ευτυχία]], Διον. Αλ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταπίπτω Medium diacritics: συγκαταπίπτω Low diacritics: συγκαταπίπτω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synkatapíptō Transliteration B: synkatapiptō Transliteration C: sygkatapipto Beta Code: sugkatapi/ptw

English (LSJ)

fall down along with, σ. ταῖς τύχαις let one's spirits fall with one's fortunes, D.H.Isoc.9; ταῖς διανοίαις become despondent too, Onos.13.2; fall together in battle, J.AJ7.7.1; in wrestling, Gal.Nat.Fac.3.3.

German (Pape)

[Seite 965] (s. πίπτω), mit herab-, herunterod. niederfallen, ταῖς τύχαις, mit dem sinkenden Glücke auch den Muth sinken lassen, D. Hal. iud. Isocr. 9.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, καταπίπτω ὁμοῦ μετά τινος, συγκαταπίπτω ταῖς τύχαις, μετὰ τῆς εὐτυχίας χάνω καὶ τὸ θάρρος μου, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 9.

Greek Monolingual

Α καταπίπτω
πέφτω μαζί με κάποιον («παραινεῖ μὴ συγκαταπιπτειν ταῖς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το θάρρος μας καθώς χάνεται η ευτυχία, Διον. Αλ.).