λιπόρρινος: Difference between revisions
From LSJ
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=liporrinos | |Transliteration C=liporrinos | ||
|Beta Code=lipo/rrinos | |Beta Code=lipo/rrinos | ||
|Definition= | |Definition=λιπόρρινον,<br><span class="bld">A</span> [[without skin]], of Marsyas, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 1.44.<br><span class="bld">2</span> [[epithet]] of the salamander, perhaps (from [[λίπος]]) [[with greasy skin]], Nic.''Al.''537. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
λιπόρρινον,
A without skin, of Marsyas, Nonn. D. 1.44.
2 epithet of the salamander, perhaps (from λίπος) with greasy skin, Nic.Al.537.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόρρῑνος: -ον, ὁ ἐστερημένος δέρματος, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Νόνν. Δ. 1. 44· ― παρὰ τῷ Νικάνδρ. Ἀλ. 550, ἐπίθ. τῆς σαλαμάνδρας, ἴσως (ἐκ τοῦ λίπος) ἔχουσα λιπαρόν, λιπῶδες δέρμα.
Greek Monolingual
(I)
λιπόρρινος, -ον (Α)
(για τον Μαρσύα) αυτός που δεν έχει δέρμα, ο γδαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + ῥινός «δέρμα ανθρώπων ή ζώων»].
(II)
λιπόρρινος, -ον (Α)
(επίθ. της σαλαμάνδρας) αυτός που έχει παχύ, λιπαρό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + ῥινός «δέρμα ανθρώπων ή ζώων»].
German (Pape)
1 [ρῑ] ohne Haut, Nonn. D. 1.44.
2 [ρῑ] mit fettiger od. glänzender Haut, vom Salamander, Nic. Al. 550.