εὐδιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evdiazo | |Transliteration C=evdiazo | ||
|Beta Code=eu)dia/zw | |Beta Code=eu)dia/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[calm]], [[still]], χειμῶνας Ph.2.567 (metaph.):—in Med., = [[εὐδιάω]], βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Pl.''Ax.''370d.<br><span class="bld">II</span> intr. in Act., to [[be calm]], εὐδιαζούσας ἡμέρας Antig.''Mir.''150. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
A calm, still, χειμῶνας Ph.2.567 (metaph.):—in Med., = εὐδιάω, βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Pl.Ax.370d.
II intr. in Act., to be calm, εὐδιαζούσας ἡμέρας Antig.Mir.150.
German (Pape)
[Seite 1061] = εὐδιάω, K. S.; übertr., βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος, welches in unerschütterlicher Ruhe behaglich geführt wird, Plat. Ax. 370 c.
Greek Monolingual
και βδιάζω και βιδιάζω (ΑΜ εὐδιάζω) ευδία
(για καιρό) γίνομαι αίθριος, γαληνεύω («μόλις βδιάσει θα ξεκινήσουμε»)
μσν.- νεοελλ.
απρόσ. ευδιάζει
γίνεται γαλήνη
αρχ.
1. κάνω κάποιον γαλήνιο, ήσυχο
2. μέσ. εὐδιάζομαι
είμαι γαλήνιος, ηρεμώ.