ἀναντίθετος: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anantithetos | |Transliteration C=anantithetos | ||
|Beta Code=a)nanti/qetos | |Beta Code=a)nanti/qetos | ||
|Definition= | |Definition=ἀναντίθετον,<br><span class="bld">A</span> [[not to be contradicted]], Olymp.''in Phlb.''p.247 S.; αἵρεσις Simp. ''in Epict.''p.7 D., al.<br><span class="bld">II</span> [[without contrary]] or [[opposite]], Dam.''Pr.''26, Anon.''in Cat.''23.21. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναντίθετον,
A not to be contradicted, Olymp.in Phlb.p.247 S.; αἵρεσις Simp. in Epict.p.7 D., al.
II without contrary or opposite, Dam.Pr.26, Anon.in Cat.23.21.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incontestable ἡ μία ἀρχή Dam.in Phlb.62, αἵρεσις Simp.in Epict.p.7.
2 sin opuesto o contrario τοῦ δὲ ἑνὸς ἡ ἔννοια ... ἀ. Dam.Pr.26, σῶμα Anon.in Cat.23.21.
II adv. -ως sin contradicción mutua Epiph.Const.Haer.69.44 (p.192.13).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναντίθετος: -ον, πρὸς ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀντείπῃ, Ὀλυμπιόδ., Σιμπλίκ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
ἀναντίθετος, -ον (Α)
1. ο αναντίρρητος
2. αυτός που δεν έχει το αντίθετο του, που δεν μπορεί να βρεθεί σε σχέση αντιθέσεως με κάτι άλλο.