κρατυντήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kratyntirios
|Transliteration C=kratyntirios
|Beta Code=kratunth/rios
|Beta Code=kratunth/rios
|Definition=α, ον, [[strengthening]], [[making firm]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.78</span>; [[κρατυντήρια]], [[τά]], title of work of Democritus [[in support of his doctrines]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.136</span>, <span class="bibl">D.L.9.47</span>, Suid.; <b class="b3">κρατυντήρια· κατισχύοντα</b>, Hsch.
|Definition=α, ον, [[strengthening]], [[making firm]], Hp.''Mul.''1.78; [[κρατυντήρια]], τά, title of work of Democritus [[in support of his doctrines]], S.E.''M.''7.136, D.L.9.47, Suid.; κρατυντήρια· κατισχύοντα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτυντήριος Medium diacritics: κρατυντήριος Low diacritics: κρατυντήριος Capitals: ΚΡΑΤΥΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kratyntḗrios Transliteration B: kratyntērios Transliteration C: kratyntirios Beta Code: kratunth/rios

English (LSJ)

α, ον, strengthening, making firm, Hp.Mul.1.78; κρατυντήρια, τά, title of work of Democritus in support of his doctrines, S.E.M.7.136, D.L.9.47, Suid.; κρατυντήρια· κατισχύοντα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτυντήριος: -α, -ον, ἐνισχύων, κρατύνων, Ἱππ. 628. 17· κρατυντήρια, τά, ἔργον τοῦ Δημοκρίτου, δι’ οὗ ὑπεστήριζε τὰ δόγματα αὐτοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 136, Διογ. Λ. 9. 47, Σουΐδ.

Greek Monolingual

κρατυντήριος, -ία, -ον (Α)
1. ικανός ή κατάλληλος να ισχυροποιεί, δυναμωτικόςκρατυντήριος κλισμός», Ιπποκρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κρατυντήρια
τίτλος έργου του Δημοκρίτου, στο οποίο ο φιλόσοφος ανέλυε τη διδασκαλία του
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κατισχύων», ο νικητής. ( [ΕΤΥΜΟΛ.: < κρατύνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. αμυντήριος, πλυντήριος)].