ποθίερος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pothieros | |Transliteration C=pothieros | ||
|Beta Code=poqi/eros | |Beta Code=poqi/eros | ||
|Definition= | |Definition=ποθίερον, Dor. for [[προσίερος]], [[dedicated]], <b class="b3">τοῦ θεοῦ</b> to him, ''SIG''672.13 (Delph., ii B.C.); <b class="b3">τὰ π. καὶ δαμόσια</b> ib.671''A''4 (ibid., ii B.C.); μνᾶς π. τριάκοντα Ἀρχ. Δελτ. 2.264 (Phocis). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
ποθίερον, Dor. for προσίερος, dedicated, τοῦ θεοῦ to him, SIG672.13 (Delph., ii B.C.); τὰ π. καὶ δαμόσια ib.671A4 (ibid., ii B.C.); μνᾶς π. τριάκοντα Ἀρχ. Δελτ. 2.264 (Phocis).
Greek (Liddell-Scott)
ποθίερος: -ον, (= προσίερος) ποθίερον τῷ Ἀσκλαπιῷ τάλαντον Ἐπιγρ. Ἐλατείας, Rang. Ant. hel. 955· ― ποθιέρους μνᾶς τῷ θεῷ Ἐπιγρ. Τιθορέας, Ulr. Reis. u. Forsch. II, σ. 126· ― ἀργύριον ποθίερον τοῦ θεοῦ Ἐπιγρ. Δελφῶν Bul. de cor. hel. V, σ. 162, Συναγωγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) ιερός, αφιερωμένος σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἱερός, με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- προ δασυνόμενης λ.].