Σιδοῦς: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Sidous | |Transliteration B=Sidous | ||
|Transliteration C=Sidoys | |Transliteration C=Sidoys | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*sidou=s | ||
|Definition=οῦντος, ὁ, | |Definition=οῦντος, ὁ, ''Sidus'', a place near Corinth, where pomegranates grew, X.''HG''4.4.13, Rhian.2; also [[Σιδόεις]], Euph.11, Nic.''Fr.''50: Adj. Σῐδούντιος, α, ον, St.Byz.; fem. [[σιδηρτιάς]], άδος, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Σῑδοῦς:''' οῦντος ἡ стяж. = [[Σιδόεις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Σῐδοῦς''': -οῦντος, ὁ, [[τόπος]] τις πλησίον τῆς Κορίνθου [[ἔνθα]] (ἀναμφιβόλως) ἐφύοντο ῥοιαί, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 82Α· [[ὡσαύτως]] Σιδόεις. Εὐφορ. κλπ. παρ’ Ἀθην. 82Α· ἐπίθετ. Σῐδούντιος, α, ον, Στέφ. Βυζ.· θηλ. -τιάς, -άδος, Ἡσύχ. | |lstext='''Σῐδοῦς''': -οῦντος, ὁ, [[τόπος]] τις πλησίον τῆς Κορίνθου [[ἔνθα]] (ἀναμφιβόλως) ἐφύοντο ῥοιαί, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 82Α· [[ὡσαύτως]] Σιδόεις. Εὐφορ. κλπ. παρ’ Ἀθην. 82Α· ἐπίθετ. Σῐδούντιος, α, ον, Στέφ. Βυζ.· θηλ. -τιάς, -άδος, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / Σιδοῦς, -οῦν | |||
τος, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. Σιδόεις, -εντος, Α<br /><b>αρχ.</b><br />οχυρή [[πόλη]] [[κοντά]] στον Ισθμό της Κορίνθου, [[επίνειο]] της Κορίνθου και της Μεγαρίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδη]] «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> / -<i>οῦς</i>. Η [[πόλη]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του ότι στην [[περιοχή]] ευδοκιμούσαν οι ροδιές]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
οῦντος, ὁ, Sidus, a place near Corinth, where pomegranates grew, X.HG4.4.13, Rhian.2; also Σιδόεις, Euph.11, Nic.Fr.50: Adj. Σῐδούντιος, α, ον, St.Byz.; fem. σιδηρτιάς, άδος, Hsch.
Russian (Dvoretsky)
Σῑδοῦς: οῦντος ἡ стяж. = Σιδόεις.
Greek (Liddell-Scott)
Σῐδοῦς: -οῦντος, ὁ, τόπος τις πλησίον τῆς Κορίνθου ἔνθα (ἀναμφιβόλως) ἐφύοντο ῥοιαί, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 82Α· ὡσαύτως Σιδόεις. Εὐφορ. κλπ. παρ’ Ἀθην. 82Α· ἐπίθετ. Σῐδούντιος, α, ον, Στέφ. Βυζ.· θηλ. -τιάς, -άδος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο / Σιδοῦς, -οῦν
τος, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. Σιδόεις, -εντος, Α
αρχ.
οχυρή πόλη κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου, επίνειο της Κορίνθου και της Μεγαρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σίδη «ροδιά» + κατάλ. -όεις / -οῦς. Η πόλη ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι στην περιοχή ευδοκιμούσαν οι ροδιές].