χειρωνακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheironaktikos
|Transliteration C=cheironaktikos
|Beta Code=xeirwnaktiko/s
|Beta Code=xeirwnaktiko/s
|Definition=ή, όν, of or for [[handicrafts]], [[mechanical]], χ. καὶ βάναυσοι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>368b</span>, cf. <span class="bibl">Gal.<span class="title">Protr.</span>14</span>; χ. γένος <span class="bibl">D.Chr.12.69</span>; χ. τέχνη Gal.17(1).521; <b class="b3">χ. ἐργασία</b> Sch.B <span class="bibl">Il.18.468</span>.
|Definition=χειρωνακτική, χειρωνακτικόν, of or for [[handicrafts]], [[mechanical]], χ. καὶ βάναυσοι Pl.''Ax.''368b, cf. Gal.''Protr.''14; χ. γένος D.Chr.12.69; χ. τέχνη Gal.17(1).521; <b class="b3">χ. ἐργασία</b> Sch.B Il.18.468.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρωνακτικός Medium diacritics: χειρωνακτικός Low diacritics: χειρωνακτικός Capitals: ΧΕΙΡΩΝΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: cheirōnaktikós Transliteration B: cheirōnaktikos Transliteration C: cheironaktikos Beta Code: xeirwnaktiko/s

English (LSJ)

χειρωνακτική, χειρωνακτικόν, of or for handicrafts, mechanical, χ. καὶ βάναυσοι Pl.Ax.368b, cf. Gal.Protr.14; χ. γένος D.Chr.12.69; χ. τέχνη Gal.17(1).521; χ. ἐργασία Sch.B Il.18.468.

German (Pape)

[Seite 1348] ή, όν, zu den Handwerken od. zu dem Handwerker gehörig, ihm geziemend, ὁ χειρ., = Folgdm, καὶ βάναυσοι Plat. Ax. 368 b.

Russian (Dvoretsky)

χειρωνακτικός:ремесленник, рабочий Plat.

Greek (Liddell-Scott)

χειρωνακτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειρώνακτα, εἰς τεχνίτην ἢ ἐργάτην, χειρ. καὶ βάναυσοι Πλάτ. Ἀξίχο. 368Β· χ. ἐργασία Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 468, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χειρωνακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χειρῶναξ, -ακτος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική εργασία» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», Ευστ.
γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», Πλάτ.).
επίρρ...
χειρωνακτικώς / χειρωνακτικῶς, ΝΜΑ, και χειρωνακτικά Ν
με εργασία τών χεριών.