προπεμπτικός: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=propemptikos | |Transliteration C=propemptikos | ||
|Beta Code=propemptiko/s | |Beta Code=propemptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=προπεμπτική, προπεμπτικόν, [[accompanying]], [[escorting]], [[used in escorting]], [[λαλιά]] Men.Rh.p.395 S.; λόγοι Him.''Ecl.''10.1; [[περίοδος]] Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''496. Adv. [[προπεμπτικῶς]] Iamb.''VP''28.145. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] ή, όν, begleitend, zur Begleitung gehörig, Schol. Ar. Equ. 496. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] ή, όν, begleitend, zur Begleitung gehörig, Schol. Ar. Equ. 496. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προπεμπτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ προπέμπειν ἀνήκων, «προπεμπτικὴ λαλιὰ [[λόγος]] ἐστὶ μετ’ εὐφημίας τινὸς προπέμπων τὸν ἀπιόντα» Ρήτορες (Walz) 9. 257, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 145. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[προπέμπω]]<br />αυτός που γίνεται, που τελείται ή χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[προπομπή]], το [[κατευόδιο]] (α. «προπεμπτικὴ [[λαλιά]]», Μέν. Ρήτ.<br />θ. «προπεμπτικοὶ λόγοι», Ιμέρ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
προπεμπτική, προπεμπτικόν, accompanying, escorting, used in escorting, λαλιά Men.Rh.p.395 S.; λόγοι Him.Ecl.10.1; περίοδος Sch.Ar.Eq.496. Adv. προπεμπτικῶς Iamb.VP28.145.
German (Pape)
[Seite 739] ή, όν, begleitend, zur Begleitung gehörig, Schol. Ar. Equ. 496.
Greek (Liddell-Scott)
προπεμπτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ προπέμπειν ἀνήκων, «προπεμπτικὴ λαλιὰ λόγος ἐστὶ μετ’ εὐφημίας τινὸς προπέμπων τὸν ἀπιόντα» Ρήτορες (Walz) 9. 257, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 145.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ προπέμπω
αυτός που γίνεται, που τελείται ή χρησιμοποιείται κατά την προπομπή, το κατευόδιο (α. «προπεμπτικὴ λαλιά», Μέν. Ρήτ.
θ. «προπεμπτικοὶ λόγοι», Ιμέρ.).