προπεμπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=propemptikos
|Transliteration C=propemptikos
|Beta Code=propemptiko/s
|Beta Code=propemptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">accompanying, escorting, used in escorting</b>, <b class="b3">λαλιά</b> Men.Rh.<span class="bibl">p.395</span> S.; λόγοι <span class="bibl">Him.<span class="title">Ecl.</span>10.1</span>; <b class="b3">περίοδος</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>496</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>28.145</span>.</span>
|Definition=προπεμπτική, προπεμπτικόν, [[accompanying]], [[escorting]], [[used in escorting]], [[λαλιά]] Men.Rh.p.395 S.; λόγοι Him.''Ecl.''10.1; [[περίοδος]] Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''496. Adv. [[προπεμπτικῶς]] Iamb.''VP''28.145.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] ή, όν, begleitend, zur Begleitung gehörig, Schol. Ar. Equ. 496.
}}
{{ls
|lstext='''προπεμπτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ προπέμπειν ἀνήκων, «προπεμπτικὴ λαλιὰ [[λόγος]] ἐστὶ μετ’ εὐφημίας τινὸς προπέμπων τὸν ἀπιόντα» Ρήτορες (Walz) 9. 257, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 145.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[προπέμπω]]<br />αυτός που γίνεται, που τελείται ή χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[προπομπή]], το [[κατευόδιο]] (α. «προπεμπτικὴ [[λαλιά]]», Μέν. Ρήτ.<br />θ. «προπεμπτικοὶ λόγοι», Ιμέρ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπεμπτικός Medium diacritics: προπεμπτικός Low diacritics: προπεμπτικός Capitals: ΠΡΟΠΕΜΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: propemptikós Transliteration B: propemptikos Transliteration C: propemptikos Beta Code: propemptiko/s

English (LSJ)

προπεμπτική, προπεμπτικόν, accompanying, escorting, used in escorting, λαλιά Men.Rh.p.395 S.; λόγοι Him.Ecl.10.1; περίοδος Sch.Ar.Eq.496. Adv. προπεμπτικῶς Iamb.VP28.145.

German (Pape)

[Seite 739] ή, όν, begleitend, zur Begleitung gehörig, Schol. Ar. Equ. 496.

Greek (Liddell-Scott)

προπεμπτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ προπέμπειν ἀνήκων, «προπεμπτικὴ λαλιὰ λόγος ἐστὶ μετ’ εὐφημίας τινὸς προπέμπων τὸν ἀπιόντα» Ρήτορες (Walz) 9. 257, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 145.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ προπέμπω
αυτός που γίνεται, που τελείται ή χρησιμοποιείται κατά την προπομπή, το κατευόδιο (α. «προπεμπτικὴ λαλιά», Μέν. Ρήτ.
θ. «προπεμπτικοὶ λόγοι», Ιμέρ.).