ἔκτριμμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ektrimma
|Transliteration C=ektrimma
|Beta Code=e)/ktrimma
|Beta Code=e)/ktrimma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sore caused by rubbing, excoriation</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>29</span> (pl.); ἐκτρίμματα ὑποδημάτων Dsc.2.151. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">rubber, towel</b>, <span class="bibl">Philox.2.41</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[sore caused by rubbing]], [[excoriation]], Hp.''Fract.''29 (pl.); ἐκτρίμματα ὑποδημάτων Dsc.2.151.<br><span class="bld">II</span> [[rubber]], [[towel]], Philox.2.41.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[erosión]], [[llaga]] ἐκτρίμματα δυσάκεστα llagas de difícil curación</i> en enfermos que yacen tendidos largo tiempo, Hp.<i>Fract</i>.29, περὶ ὀσφῦν Hp.<i>Epid</i>.7.7<br /><b class="num">•</b>[[rozadura]] c. gen. subjet. πρὸς ἐκτρίμματα ὑποδημάτων χρήσιμος Dsc.2.151.2.<br /><b class="num">2</b> [[toalla]] ἐκτρίμματα ... λαμπρά Philox.Leuc.(b) 43.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκτριμμα''': τό, [[ἕλκωσις]] ὑπὸ τὸ δέρμα, προερχομένη ἐκ τριβῆς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770. ΙΙ. [[χειρόμακτρον]], Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 409Ε.
|lstext='''ἔκτριμμα''': τό, [[ἕλκωσις]] ὑπὸ τὸ δέρμα, προερχομένη ἐκ τριβῆς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770. ΙΙ. [[χειρόμακτρον]], Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 409Ε.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔκτριμμα]])<br /><b>1.</b> ό,τι αποβάλλεται με το [[τρίψιμο]]<br /><b>2.</b> [[έλκος]], [[πληγή]] που δημιουργείται από [[τρίψιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ύφασμα για [[τρίψιμο]], [[πετσέτα]], [[χειρόμακτρον]].
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτριμμα Medium diacritics: ἔκτριμμα Low diacritics: έκτριμμα Capitals: ΕΚΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: éktrimma Transliteration B: ektrimma Transliteration C: ektrimma Beta Code: e)/ktrimma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A sore caused by rubbing, excoriation, Hp.Fract.29 (pl.); ἐκτρίμματα ὑποδημάτων Dsc.2.151.
II rubber, towel, Philox.2.41.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 medic. erosión, llaga ἐκτρίμματα δυσάκεστα llagas de difícil curación en enfermos que yacen tendidos largo tiempo, Hp.Fract.29, περὶ ὀσφῦν Hp.Epid.7.7
rozadura c. gen. subjet. πρὸς ἐκτρίμματα ὑποδημάτων χρήσιμος Dsc.2.151.2.
2 toalla ἐκτρίμματα ... λαμπρά Philox.Leuc.(b) 43.

German (Pape)

[Seite 783] τό, das Aufgeriebene, Verwundung durch Reiben, Hippocr. – Philox. bei Ath. IX, 409 e ein Tuch zum Abreiben.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτριμμα: τό, ἕλκωσις ὑπὸ τὸ δέρμα, προερχομένη ἐκ τριβῆς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770. ΙΙ. χειρόμακτρον, Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 409Ε.

Greek Monolingual

το (AM ἔκτριμμα)
1. ό,τι αποβάλλεται με το τρίψιμο
2. έλκος, πληγή που δημιουργείται από τρίψιμο
αρχ.
ύφασμα για τρίψιμο, πετσέτα, χειρόμακτρον.